Το αρχοντικό στο Moscazzano, στη Λομβαρδία, όπου γυρίστηκε το Call Me By Your Name πωλείται έναντι 2,7 εκατομμυρίων δολαρίων. Δεν μπορώ να μην αναλογιστώ πόσο καλά έκατσε αυτό στον ιδιοκτήτη του ακινήτου. Ποια να ήταν άραγε η τιμή του πριν την επιλογή του για την ταινία; Εικάζω χαμηλότερη. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι αν τελικά πουληθεί στη νέα υψηλότερη τιμή, ο επίδοξος ιδιοκτήτης θα έχει δεχτεί να πληρώσει ένα επιπλέον τίμημα για να μπορεί να διαμένει στο χώρο που εκτυλίχθηκε ένα παραμύθι. Ο προβληματισμός μου εστιάζεται στο μηχανισμό που οδήγησε στην άνοδο της τιμής του ακινήτου. Ποιος θα είναι ο συλλογισμός του υποψήφιου αγοραστή που θα δεχτεί να βάλει το χέρι πιο βαθιά στην τσέπη; Και τι μπορούμε να κατανοήσουμε εμείς από αυτό το μηχανισμό, τόσο για την πώληση του ακινήτου, όσο και για την τέχνη που συγκυριακά επιστρατεύτηκε για την προώθησή του; Ίσως όμως ο όρος «συλλογισμός» να μην είναι σωστός γιατί εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια συστάδα οργανωμένων (λογικών) σκέψεων αλλά με κάτι πιο συναισθηματικό, και εμμέσως, εδώ κρύβεται η προκείμενη ότι το συναίσθημα δεν είναι προϊόν λογικής, αλλά κάτι πιο πηγαίο και αδάμαστο το οποίο όμως υπόκειται και αυτό σε νόμους.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι το μεσιτικό γραφείο που έχει αναλάβει την πώληση θα είχε ετοιμάσει εκτός από φωτογραφίες και ένα βίντεο ώστε να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να περιηγηθεί το ακίνητο και τον περιβάλλοντα χώρο. Αλλά και πάλι, αυτό το βίντεο, όσο επαγγελματικό κι αν ήταν, δεν θα είχε κάποια αξίωση πέρα και πάνω από το να αποτυπώσει και να επικοινωνήσει τους χώρους ενός σπιτιού σε επίδοξους αγοραστές. Για να κάνω το παράδειγμα πιο ακραίο, ακόμα κι αν ο ίδιος ο Γκουαντανίνο είχε δεχτεί να γυρίσει ένα διαφημιστικό βίντεο για το σπίτι, δεν θα είχε ποτέ τις προσδοκίες να ανεβάσει την τιμή του ακινήτου σε αυτό το ύψος. Και μάλιστα, οι πιθανότητες είναι, ότι, αν και θα είχε πληρωθεί αδρά, να μην ήθελε να πιστωθεί η δημιουργία τού βίντεο στο όνομά του. Άρα η ουσία, για τον προβληματισμό μου, είναι ότι ο υποψήφιος ιδιοκτήτης είχε τη δυνατότητα να δει το ακίνητο και να το επιλέξει, επειδή η ιστορία του Άιβορι προσέδωσε στο ίδιο ακίνητο κάτι διαφορετικό. Κάτι πέρα και πάνω από την απλή αποτύπωση μιας χωροταξίας. Και αυτό το πέρα και πάνω δεν είναι άλλο από τις δυναμικές της μυθοπλασίας που ενεπλάκη (σε ένα ενσταντανέ διαλεκτικού υλισμού). Αυτή ήταν, η μυθοπλασία, που γέννησε την υπεραξία του ακινήτου όσο κι αν θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η σχέση αυτή ήταν και αμφίδρομη: το ακίνητο προσέδωσε κι αυτό, με τη σειρά του, ως σκηνικό, υπεραξία στη μυθοπλασία. Σημειώνω εδώ ότι η ταινία κόστισε περίπου 3 εκατομμύρια και έχει αποδώσει μέχρι στιγμής σχεδόν 40. Και ερωτώ, χαριτολογώντας: θα μπορούσε η συγκεκριμένη συναλλαγή να αποτελέσει την απαρχή μιας νέας συνταγής; Για να πουλήσεις ένα ακίνητο που έχει υποπέσει σε ένα κάποιο μαρασμό, αντί να του κάνεις μια βαρβάτη ανακαίνιση, εφευρίσκεις έναν τρόπο η υπάρχουσα κατάστασή του να γίνει πιο θελκτική. Γιατί τελικά δεν υπάρχει πιο αποτελεσματικός τρόπος από το να καταφέρεις να πουλήσεις ένα παραμύθι. Να πουλήσεις την αίσθηση ότι στους χώρους που θα περνάς μια κάποια καθημερινότητα, εκτυλίχτηκε κάποια στιγμή ένα παραμύθι, στο οποίο συμμετείχαν νοερά, με κάποια μορφή μέθεξης, μερικά εκατομμύρια άνθρωποι, και που δέχτηκες (γιατί το πλήρωσες) ότι το παραμύθι αυτό είναι πολύ πιο πραγματικό από κάθε ιστορικό στοιχείο που θα μπορούσε να σκαρφιστεί ένας μεσίτης για να πουλήσει το ακίνητο.
Κάνοντας λοιπόν έναν πλήρη κύκλο, παρατηρούμε ότι η αναστολή της δυσπιστίας (suspension of disbelief), ο απαραίτητος αυτός μηχανισμός για την επιτυχία κάθε προϊόντος μυθοπλασίας, όχι μόνο λειτούργησε άψογα στα πλαίσια της ταινίας, η επιτυχία της το πιστοποιεί αυτό, αλλά παραδόξως ξεπέρασε εαυτόν. Αν το ακίνητο πουληθεί στην αυξημένη τιμή του, αυτό, θα οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην αναστολή αυτή που θα ποσοτικοποιηθεί και θα αποτυπωθεί σε ένα πεζό έγγραφο που θα ενδημεί για πάντα σε κάποιο συμβολαιογραφείο.