Αναμνήσεις από το πουθενά -2
06-01-2021

Γιούκοι και κουρελάκια

Μακριά, σ΄έναν άλλον κόσμο γίνηκε εκείνη η απογραφή του 1961.

Η κλήρα που έτυχε στον πατέρα μου, τότε διευθυντή του Γ Δημοτικού σχολείου, ήταν μια περιοχή των Γιαννιτσών από την πλάτη του διδακτηρίου και το δρομάκι όπου έκειτο η οικία του επιστάτη και το κουτούκι ονόματι «ο κάτω κοσμος», όνομα και πράμα, και με σήμα το ρολόι με το αίμα του μουεζίνη έως την ενορία του Αγίου Γεωργίου και το πάρκο προς βορράν και δυσμάς, ήτοι όλη η κατηφοριά της Κηφισιάς έως την Αρίδα και έως τον δρόμο προς Όμπαρ εκεί όπου άρχιζε το Ταλαμπάς.

Ο πατέρας μου ποθούσε να με ιδεί μιαν ώρα αρχήτερα χειριστή και διαχειριστή όλων των φάσεων του βίου μου. Με έδειρε μόνον μια φορά, ένα απόγευμα που γκρίνιαζα ασταμάτητα και μου άρεζε πολύ, πήγαμε στο σινεμά και ζητούσα νερό, μου έφερε και δεν το ήθελα και τα ίδια έπραττα όταν μετά το έργο βγήκαμε και καθήσαμε στα σκαλάκια του σπιτιού του θείου Πέτρου και η γκρίνια με είχε αλώσει, οπότε γύρισε το μάτι του, κατάλαβα πως θα τις έτρωγα και πήγα να τρέξω προς τον Συνεταιρισμό, διασχίζοντας την αυλή του Ιντζεσίλογλου, αλλά με πρόλαβε και δέχτηκα δυό μπάτσες στον ώμο, έμπειρος γαρ ο παπάκος μου, με βέργα και παλάμη, σε πολλές γενιές μαθητών.

Ζούσε τότε η γιαγιά Αφέντρα, άρα ήταν προ του 1953 που η γυναίκα ήτο κατάκοιτη. Αλλά η διαπαιδαγώγηση πήγαινε ρολόι. Ποτέ δεν μου χρειάστηκε κάποιο χαρτί να βγάλω από υπηρεσία και να μη σταθώ σε κάποια ουρά να το βγάλω. Έτσι, όταν κατέφθασαν τα προς συμπλήρωσιν έγγραφα της απογραφής ανακοίνωσε πως θα ήμουν βοηθός του.

Κυριακή, 19 Μαρτίου 1961. Μια γεμάτη μέρα με τον πατέρα. Άνθρωπος με σύστημα, είχε χωρίσει το μυαλό του δρόμους και γωνίες και σάρωνε τις γειτονιές. Πρώτα, περιχαράκωσε τα όρια ευθύνης του – την περίμετρο που έλεγαν στο σινεμά. Από το Ρολόι στου Χατζόπουλου, από εκεί στο νηπιαγωγείο, είτα την «Κηφισιά» άχρι της Αρίδας και μετά, ένα ζιγκζαγκ στην επικλινή περιοχή του Ταλαμπάς. Όταν έπιανε άλλη ενδιάμεση αφετηρία μου ανέφερε ονόματα συμπολεμιστών του, ή διδασκαλιστών, ή συμμαθητών του στο Βλαδικαύκασο.

Περιμέναμε να σχολάσει η εκκλησία και περάσαμε ως το δειλινό καταγράφοντας σπίτια και νοικοκυριά. Ήμουν ο γραμματέας του συνεργείου. Για κάποιον εμμονικό λογο, θυμάμαι ένα τραγούδι από απογευματινό ραδιόφωνο:

Θα `θελα λίγο πριν πεθάνω/ σ’ ένα πλακιώτικο στενό/ μια βόλτα δίπλα σου να κάνω/ σ’ ένα δρομάκι σκοτεινό/ κι’ έτσι πιασμένοι απ’ το χέρι/ προτού να φτάσει το πρωϊ/ και πριν να σβήσει κάθε αστέρι/ νάχουμε φύγει απ’ τη ζωή

Είμαι σίγουρος ότι η λέξη «πλακιώτικο» στο Ταλαμπάς και περιφέρεια, δεν σήμαινε την συνοικία της Αθηναϊκής Πλάκας, αλλά ένα στενό στρωμένο με πλακωτό. Και η Αττική Πλάκα, μου ήταν ακατανόητη, επειδή ήξερα κι άλλη Πλάκα, την λιτοχωρινή, χωρίς γαζίες ορτανσίες και ρετσίνες. Αλλά το πεισιθάνατο των στίχων (του Γιώργου Οικονομίδη, που ανακάλυψα αργότερα πως υπήρξε και ο στιχουργός του «ξέρω κάποιο στενό») βολικό άσμα για την περιοχή Κηφισιάς. Άρα (υπέθεσα αυτομάτως) εδώ που απογράφουμε, διαμένουν ετοιμοθάνατοι.

Απογράψαμε τους πάντες και δεν βρήκαμε κλειστό σπίτι. Δεν είχαν και που να πάνε, κυριακάτικα. Όσοι δεν ήταν άνεργοι, ήταν τεχνίτες, αγωγιάτες και εργατάκια και σε όλα τα σπίτια στο ψαχνό της περιοχής, έσκυβες για να μπεις. Οι μανάδες ήξεραν τον πατέρα μου και κάπως τον έτρεμαν – πολλές έβγαζαν και λουκούμι, που ευγενώς αρνιόμασταν. Κανένας που απογράφηκε δεν είχε πάει σχολείο, εκτός παιδάκια-συμμαθητάκια που ήξερα. Ήταν ζήτημα να απογράφτηκαν τρία αποχωρητήρια και κανένα με έστω μια βρύση. Κι όμως, όλα τα σπιτούδια διατηρούσαν μια γωνιά ή ένα δωμάτιο φρεσκοβαμμένο με λίγα μη ετοιμόρροπα έπιπλα, γυαλισμένη οβίδα – ανθοδοχείο, μεγεθυμένη φωτογραφία προγόνων, και σκεπασμένον με σεντόνι γιούκο για ρούχα και στρωσίδια. Σε μερικά δρομάκια που δεν έβλεπαν ποτέ τον ήλιο, υπήρχε φρέσκια λασπουριά, ενίοτε και κότες που έψαχναν κάτι να φάνε, ενώ όλες οι γκάζες, οι μπίλιες των παιδιών ήταν πήλινες.

Είχαμε αφήσει για το τέλος τις περιοχές γύρω από τον Αη Γιώργη και ανταμώσαμε τους πρώτους εγγράμματους, σε αρμονία με τα συσταζούμενα σπιτικά τους, αλλά δεν ήταν παρά το ένα δέκατο των νοικοκυριών. Τα παιδιά ήταν κι εδώ πολλά, αλλά υπήρχε κάμαρη για  τους γονείς και μεγάλη στολισμένη κούκλα σε καναπέ με ματοτίνορα που πετάριζαν  και κάποιο αναμνηστικό απεσταλμένο από την ξενητειά, είτε σετ με γιαπωνέζικα φλυτζανάκια του καφέ, είτε φιάλη με παράξενο ποτό που υποκάτω κούρδιζες έναν μηχανισμό και άκουγες την Τιριτόμπα. Πολλοί άνδρες έλειπαν Γερμανία προσφάτως.

Τόσα χρόνια, στα Γιαννιτσά, δεν είχα ιδεί τόση δυστυχία. Αργότερα, βλέποντας τους los olvidados του Μπουνιουέλ, μπήκα στο νόημα. Υπήρχε λοιπόν αφορμή κι αιτία όταν εμείς, παιδιά δημοσίων υπαλλήλων, τρώγαμε προσφάι στο διάλειμμα και γύρω μας επικρατούσε η παράκληση δώσε καλέ λίγο. Βέβαια, αυτά ήταν ξώφαλτσα επειδή, θυμάμαι, στην έκθεση της Πέμπτης τάξης στο θέμα γιατί αγαπώ και προστατεύω τα ανάπηρα παιδιά, η ρητορική μας ήταν υποκριτική και αξιοθρήνητη.

Ώσπου μου λύθηκαν πολλές απορίες όταν άρχισα να προσέχω κρεμασμένα μαντίλια και κουρέλια σε μεγάλα δέντρα, σε ξωκκλήσια και σε αγιάσματα, στη Μαυρούδα, έξω από τον Σωχό και στα Ζερβοχώρια, ώπου έμεινα σύξυλος βλέποντας πλήθος τέτοια αφιερώματα σε απότομη πλαγιά ανεβαίνοντας την Πέργαμο. Δεν ήταν επιθυμίες και ευχές ανέκφραστες: ήταν μια ανεπίσημη και άτυπη απογραφή του ανθρώπινου πόνου, μόνο που για να φτάσω σε αυτήν την ερμηνεία, έπρεπε να ενώσω τους λασπόδρομους προς την Αρίδα, με τα ορφανά παιδάκια των θνησκόντων Γαλατών, στην εκάστοτε Βομβάη της ύστερης αρχαιότητας.