Για πολλούς ανθρώπους, το να διαβάζουν την ίδια σελίδα δέκα και είκοσι φορές, είναι σα να ξελεπίζουν ψάρι με τσιμπιδάκι φρυδιών, σα να κατεδαφίζουν μπετονένιο μπούνκερ με τις γροθιές τους. Για μένα, η διαγώνιας ματιάς επαναληπτική ανάγνωση, είναι το μυστικό της γνώσης. Οι λέξεις, τα νοήματα, οι εκφράσεις, σου εντυπώνονται σαν παρακολούθηση παλαιού σήριαλ του Mega ή σαν ασπρόμαυρη ελληνική ταινία: αν δεν επιθυμείς να σου φορέσουν, μέσα στην ευγένεια, ζουρλομανδύα, είναι καλό να τα καταπιείς όλα αυτά, με όρεξη, ωσάν κόκκινη ποταμίσια καραβίδα, κι όχι στη φυσική του κατάσταση, ήτοι, σα να καταπίνεις μια σκουληκαντέρα.
Όπως το στομάχι, στέλνει το σήμα «χόρτασα» στον εγκέφαλο, ανεξάρτητα αν το γέμισες με στρείδια ή φελιζόλ, παρομοίως, αυτό το αχόρταγο, θεόκουτο μηχάνημα, ονόματι «εγκέφαλος» εθισμένο να αναγνωρίζει πρόσωπα, φωνές ή αισθήματα, μόλις τα συνηθίσει, παρομοίως φέρεται και με τις λέξεις, τα νοήματα και τις εκφράσεις. Δεν είναι θέμα επανάληψης, παπαγαλίας ή άλλο, αποκρουστικό χαρακτηριστικό. Απλώς δεν υπάρχει άλλος τρόπος να διδαχτείς κάτι. Τα της ελεύθερης συνειδησιακής επεξεργασίας και τα της ζωντανής κριτικής σκέψης, εξακολουθούν να μου φαίνονται χαριτωμενιές.
Προκύπτει ένα ζητηματάκι, όταν διαβάζεις, επίτηδες άκριτα, ποίηση, πεζογραφία, δοκίμια ή άλλες καταγραφές. Κάηκες αν τείνεις να τα διαχωρίζεις αυτά σε «ποιοτικά» και «αντάξια ενός Σεφερλή». Δεν βγαίνει έτσι το «μεροκάματο του πνεύματος». Ευχαρίστως να σας ειπώ το «πως».
Τώρα με την καραντίνα, παρέμεινα κλινικώς ατάραχος, επειδή μια ζωή περνάω σε μιας μορφής Σπιναλόγκα. Ξυπνάω, κοιμάμαι, φέρομαι, με λέξεις. Τις ονειρεύομαι, παλεύω να θυμηθώ μερικές, βιώνω διαφόρων συγγραφέων, ποιητών, πολιτικών, συντρόφων, φίλου και φύλων τις εκφράσεις. Με τον ίδιο ως ανω τρόπο. Με την κατάποση, κι όχι την ανάγνωση λέξεων.
Καθημερινώς λοιπόν, λαμβάνω από τις ντάνες που με περιτριγυρίζουν ικανή ποσότητα γραμμένων χαρτιών, ακούγοντας τηλεόραση και βλέποντας διαδίκτυο, ενώ τσιμπάω βιβλία που διάβασα ή όχι, σε πάγια, μονότονη, αναγνωστική αγωγή.
Ομολογώ πως οι τρέχουσες διαφημίσεις, κάθε τύπου, είναι παρασάγγες πιο ενδιαφέρουσες (που δεν είναι καθόλου ενδιαφέρουσες!) από τα παραληρήματα διαφόρων «δημιουργών», ειδικά τηλεοπτικών, αλλά και ένα σκέτο σχολιάκι στο facebook, σε στέλνει μια χαρά στην ανυπαρξία. Τις προάλλες διάβασα ένα «διήγημα» ενός τέτοιου «δημιουργικού τεχνίτη», με υπόθεση, δικό του ύφος, υπαρκτή βραβευσιμότητα, δημόσιο λόγο και αφόρητη πλήξη. Τελειώνοντάς το άπαξ (ήταν αδύνατο να το επαναλάβω κατά την αγαπημένη μου συνήθεια χωρίς να κολλήσω κορονοϊό) βρέθηκα αβίαστα στο πεδίο της μάχης του Σεντάν, το παραμορφωμένο από οβίδες και πτώματα. Ήταν ένα κείμενο -πονηράντζα, με τον συγγραφέα να έχει δύσκολα κρυπτόμενους στόχους, ένα πιτσικάτο εδώ, μια ατυχή έκφραση εκεί, κλεμμένο παντού, έργο ενός τυπικού παρλαπίπα. Καμία σχέση με τον «παρθενοπίπα» (τον τας παρθένους τηρούντα η επιτηρούντα κατά την Σούδα).
Τελειώνω: ένα φρικιαστικό κείμενο, κακότεχνο, ζοφερά και εχθρικά σιωπηλό, μπορείς να το καταπιείς μόνον αν το διυλίσεις με άλλα κείμενα, ελαφρότερα ή σοφότερα. Οι παπαγάλοι ας με λέγουν παπαγάλον. Ο κορονοϊός αρκεί -δεν χρειάζεται να ντουμπλάρουμε την πάθησιν. Σε Σπιναλόγκα του πνεύματος ζούμε -δεν ειναι άραγε αρκετό;