Ανάμνηση στίλβοντος ποδηλάτου
16-10-2017

Ολίγων μηνών αρχιτέκτονας, υπέγραψα μιαν αναπάντεχη επίβλεψη στο Βαρδάρι, και είχα μιαν υπόσχεση για μεροκάμματο ολίγων ημερών, επτακοσίων δραχμών, παρακαλώ,δουλειά που θα έβγαζα σε δέκα μέρες. 15 Μαρτίου 1974, κάπου έχω την απόδειξη, έδωσα 2300 δραχμές για ένα ποδήλατο χρώματος λούσιφερ βαθυκόκκινου, Πεζώ, από τον κάθετο δρόμο καρσί στην πλατεία Άθωνος. Ήταν το τέρμα μιας αγανάκτησης: κάθε που ανέβαινε το εισιτήριο του ΟΑΣΘ, έπαιρνα σβάρνα τα μαγαζά με τα μηχανάκια, για να αποκτήσω μηχανή κατατομής μυρμηγκιού, να γλυτώνω τα γαμησιάτικα. Αλλ΄ακόμη και εγώ αποθαρρυνόμουνα με τες τιμές.

Το μεροκάμματο απαιτούσε πολλούς ποδαρόδρομους και σκέφτηκα, επιτέλους, αφού κάτεχα την τέχνη του εντοπισμού αρχαίων οικισμών, δεν χρειαζόταν πλέον τα βήματα πάνω στις γραμμές των οριζόντων (παραλίγο να γράψω «ορυζώνων») μεταξύ, φερ΄ειπείν Φιλυριάς και Στίβας. Το ποδήλατο είχε φαρδιά λάστιχα, τριτάχυτο, έδειχνε γαϊδούρι. Με μόνο πρόβλημα πως ,εικοσιέξι χρόνων γάιδαρος, δεν ήξερα ποδήλατο.

Πολλές φορές, παιδιόθεν, είχα δοκιμάσει, ανεπιτυχώς. Με κορυφαία ήττα ,σκέτο Στάλινγκραδ, στη Θάσο το 68, όταν ο Καλοκύρης φιλοτιμήθηκε να άρει την αναπηρία μου. Πήγαμε με νοικιασμένο στην αλάνα όπου στάλιζαν πούλμαν και φορτηγά στον Λιμένα ,και  άρχισε η εκπαίδευση.Ευθυπορούσα μεν, αλλά στην παραμικρή κλίση του τιμονιού, το ακολουθούσα σούμπιτος και κατατσακιζόμουνα. Ο Δημήτρης, δακρυσμένος από τα σφιγμένα γέλια, όταν είδε πως στουκαρισα στην μοναδική κολόνα φωτισμού σε έκταση μερικών τετραγωνικών χιλιομέτρων, παραδέχτηκε πως ήμουν ανεπίδεκτος.

Κατέβασα το τροχήλατο μηχάνημα με τα χέρια έως τη συμβολή της θάλασσας με την Καρόλου Ντηλ.Το περπάτησα πέραν του Βότση και του Πύργου, κι άρχισα να ποδηλατώ στην ανοιχτωσιά. Κανένα πρόβλημα. Δεν τράκαρα πουθενά, στο ύψος του Μακεδονία Παλάς ,άλλαξα και ταχύτητα.Ξεθαρρεμένος, κατέβηκα στην Κέννεντι, στο ύψος του Ομίλου και συνέχισα μέσα στην κυκλοφορία. Ώσπου να βγώ στην Σοφούλη, το κατείχα το εργαλείο. Με εξαίρεση μια δυνατή κόρνα φορτηγού στη Σαλαμίνα, όπου, τρομοκρατημένος χώθηκα άχρι αφανείας σε έναν θάμνο πικροδάφνης.

Την άλλη μέρα, αισθάνθηκα ικανός προς δικαιοπραξία διδάχου και κάλεσα τον μελλοντικό σύντροφό μου, στην περιοδεία, ονόματι Μαυρογένη ή Νυκτοπάτη (λογοτεχνικά ψευδώνυμα) να του μάθω ποδήλατο. Αλλά ,ως εικός, σημάδευε όλα τα υψίκορμα φωτιστικά της Νέας Παραλίας, οπότε αποφάσισα να τον κουβανώ , όταν θα διασχίζαμε τα τσεχνέμια της Αμφαξίτιδος, στη σχάρα, πίσω.

Πέρασαν εννέα μήνες κύησης στο ποδηλατείν. Ασκήθηκα στον Κώδικα Οδικής κυκλοφορίας, έφτασα με το μαραφέτι Έδεσσα και Μαρμαρά, ποτέ δεν έπεσα, εξόν ένα νεανικό εμφραγματάκι από εξάντληση, επέστρεψα στα εφηβικά μου κιλά και μετά μου το έκλεψαν, ανήμερα των γενικών εκλογών του 1974.

Ήξερα τον κλέφτη. Αλλά δεν τον ενόχλησα. Όσες φορές με λήστεψαν, με ρήμαξαν, μου πήραν αρχεία, με κάψανε και με διαγούμισαν, το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να μαθαίνω τον κλεφταρά. Κι έως εκεί. Αρκούσε πως ένας κλέφτης ποδηλάτων ήταν αθανατισμένος σε μια ταινία του ΝτεΣίκα που μου άρεζε. Εξάλλου ,η ιδιοκτησία είναι κλοπή. Άσε που μερικά πράγματα ,όπως το ποδήλατο, δεν ξεχνιούνται.