Φωτογραφία: Διεθνής Αμνηστία - Ελληνικό Τμήμα
Ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές
22-09-2020

Η κυριακάτικη πορεία στην μνήμη του αγαπημένου μας Ζακ δεν είχε πολύ κόσμο. Μόλις δυο χρόνια μετά την άγρια, μερικώς ανεξιχνίαστη, και ολικά ατιμώρητη δολοφονία του, εκείνο το αδυσώπητο λιντσάρισμα μπροστά στα μάτια των περαστικών, μέρα μεσημέρι, μετά από έναν βρώμικο αγώνα για συγκάλυψη, μετά από εκείνο το δημόσιο ξέσκισμα της προσωπικότητας, της ψυχής και της μνήμης του. Ο Ζακ ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος, αγαπητός σε όσους τον γνώριζαν και σε όσους δεν είχαν ακόμα την τύχη. Ήταν ένας άνθρωπος πολύ δοτικός, γλυκός, συνεσταλμένος, ανασφαλής ως ένα σημείο, με πολύ χιούμορ, κατανόηση, ενσυναίσθηση, με κάποιες μικρο-υστερίες, κάποια κόμπλεξ, εν γένει μια πολύ ανθρώπινη φιγούρα. Συνάμα ήταν ένας πολύ συνειδητοποιημένος άνθρωπος, πολύ grounded στα δικά μου μάτια, όχι μόνο για τα δεδομένα της γκέι κοινότητας, αλλά και για όλους όσους θέλουν να λογίζονται μαχητικοί πολίτες ή ακτιβιστές ή τελοσπάντων, άνθρωποι με κοινωνικό προφίλ. Αυτό το σπάνιο κράμα ομορφιάς, καλοσύνης και κοινωνικής συνείδησης τον έκανε πολύτιμο και ως φίλο και ως συνοδοιπόρο.

Με την δολοφονία του διαπίστωσα και ακόμα διαπιστώνω με πικρία ότι αυτά τα χαρακτηριστικά ίσως και να μην αρκούν για να κερδίσεις τον σεβασμό των πολιτικά δρώντων, αν ανήκεις σε μια μειονότητα. Ακόμα και για τους ανθρώπους που θεωρητικά είναι ανοιχτόμυαλοι και μαχητικοί και πολέμιοι των διακρίσεων, ο Ζακ φοβάμαι ότι δεν ήταν ένας από εμάς. Θέλω να είμαι πολύ προσεκτική σε αυτό που θέλω να εκφράσω, είναι πολύ λεπτό το ζήτημα και δεν θέλω να γίνω άδικη ή παράλογη, αλλά δυστυχώς νιώθω ότι για πολλούς ακόμα και από την ”δική μας” πλευρά, ο Ζακ δεν ήταν παρά μία φτερού.

Την πρώτη μέρα της δολοφονίας, όταν όλα ήταν ακόμα συγκεχυμένα και η είδηση ήταν ότι είχε δολοφονηθεί ”ένα πρεζάκι που μπήκε να κλέψει”, η αντίδραση όλων μας ήταν αμελητέα. Πολλοί σίγουρα λυπηθήκαμε στο άκουσμα της είδησης, αλλά η συνολική αντίδρασή μας ήταν μηδενική, και αυτό ήταν ΝΤΡΟΠΗ. Και αυτή θα συνέχιζε να είναι, αν δεν αποκαλυπτόταν η ταυτότητα του θύματος. Συνολικά, όμως, θεωρώ ότι δεν προχωρήσαμε πολύ πέρα από αυτή την αρχική μας αντίδραση. Η αντίδραση του κινήματος απέναντι στον Ζακ δεν έχει υπάρξει ανάλογη με αυτή απέναντι στην δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Ούτε τις πρώτες ώρες και μέρες μετά το γεγονός, ούτε στα δικαστήρια, ούτε στις επετείους μνήμης, ούτε καν στο κομμάτι των σόσιαλ μίντια. Το κίνημα δεν αγκάλιασε με τον ίδιο τρόπο έναν λευκό, στρέιτ, πολιτικοποιημένο εργάτη της Ζώνης με έναν καλλιτέχνη της queer υποκουλτούρας. Σίγουρα η συμμετοχή της Χρυσής Αυγής, ενός ξεκάθαρα φασιστικού μορφώματος στη δολοφονία Φύσσα, δίνει μια εξτρά πολιτική βαρύτητα στο ίδιο το γεγονός. Από την άλλη όμως, προσδίδει ακόμα μεγαλύτερη αγριότητα και σκοτεινιά στα γεγονότα της Γλαδστωνος, εκεί που δεν υπήρχαν εγγεγραμμένοι φασίστες, αρχηγοί, πρωτοπαλίκαρα, επαγγελματίες δολοφόνοι, αλλά άνθρωποι ”της διπλανής πόρτας”, που επέλεξαν να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους και να λιντσάρουν μέρα μεσημέρι, μπροστά σε τόσο κόσμο έναν άνθρωπο, χωρίς καν να απειλούνται, απλά και μόνο επειδή το άτομο που είχαν απέναντί τους δεν τους έκανε (ή τους έκανε παραπάνω απ’ όσο θα ήθελαν).

Προσπαθώ να εκλογικεύσω αυτό το παράπονο και να μην σταθώ σε κάτι που μπορεί να μην έχει και τόση σημασία. Εξάλλου, ο θάνατος, η βία, η αγριότητα, ο πόνος, η απανθρωπιά και η ανθρωπιά, ο ηρωισμός δεν μπαίνουν στο ζύγι. Κανένας δεν ονειρεύεται να γίνει ήρωας, άγαλμα, πινακίδα. Έπρεπε τώρα να ήταν εδώ πέρα, μαζί μας. Είχαν σώμα κι αίμα που έκαιγε, ήταν νέοι άνθρωποι, ζωντανοί και ο καθένας από την θέση του έκανε αυτό που έπρεπε και με το παραπάνω. Αλίμονο σε εμάς.

Από την άλλη, αυτό που μένει σε εμένα σαν συμπέρασμα όλης αυτής της εσωτερικής συζήτησης, είναι ότι όλοι λειτουργούμε υπακούοντας σε ταυτότητες. Και ότι αυτό δυστυχώς, όσο και να προσπαθούμε, όσο και να θέλουμε να συντηρούμε τις κατασκευές που έχουμε φτιάξει για να κρατάμε τη συνοχή μας, δεν αλλάζει. Ταυτιζόμαστε με αυτό το οποίο μπορούμε να ακολουθήσουμε, να διαβάσουμε, να νιώσουμε, να οσμιστούμε. Είμαστε αλληλέγγυοι λογικά, αλλά όχι συναισθηματικά. Η ενσυναίσθησή μας ίσως και να φτάνει μόνο μέχρι αυτόν ή αυτή που αναγνωρίζουμε ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΑ. Μας στεναχωρεί ο θάνατος ενός εργάτη, αλλά είμαστε μικροαστοί ή μεσαιοταξίτες. Μας λυπεί η δολοφονία του Λουκμάν, αλλά είμαστε λευκοί και γηγενείς. Μας εξοργίζει η βία απέναντι στους γκέι και τις λεσβίες, αλλά είμαστε στρέιτ. Είμαστε εναντίων των διαχωριστικών γραμμών, αλλά τις συντηρούμε ακόμα κι ενώ τις πολεμάμε. Την 21η Σεπτέμβρη είχε δολοφονηθεί ένα πρεζάκι και όλοι ήμασταν στο σπίτι μας. Στις 22 είδαμε να σκοτώνουν μπροστά στα μάτια μας τον Ζακ Κωστόπουλο και όσοι ήμασταν, ήμασταν ”εκεί”. Ίσως και να μη γίνεται αλλιώς. Ίσως και να μην έχει σημασία γιατί δεν είμαστε υπερήρωες ούτε Μεσσίες, να πάρουμε πάνω μας το δράμα της ανθρωπότητας. Αλλά η αυτή η ανεπάρκεια, που καταρχάς είναι η δική μου η ανεπάρκεια, με προβληματίζει πάντα και βρήκα την ευκαιρία να την μοιραστώ.

Υ.Γ. Για άλλη μια φορά, ευχαριστώ την κυρία Φύσσα. Με βοήθησε ακόμα καλύτερα να καταλάβω την διαφορά μεταξύ τυπικής αλληλεγγύης και ενσυναίσθησης. Με έναν περίεργο τρόπο ταυτόχρονα ενίσχυσε και αποδυνάμωσε την πίστη μου στην ανθρωπότητα. Υπάρχουν άνθρωποι καθρέφτες, αλλά δεν είναι πολλοί.