Αμπού Λοπούτ
11-02-2021
  • 12 Φεβρουαρίου 1960: Άρχισαν στη Βόννη οι διαπραγματεύσεις για τις γερμανικές αποζημιώσεις των Ελλήνων θυμάτων του ναζισμού.
  • 19 Μαρτίου 1960: Υπογράφεται στη Βόννη η συμφωνία για την καταβολή 115.000.000 μάρκων προς την Ελλάδα, ως αποζημίωση για τα θύματα της γερμανικής κατοχής.
  • 21 Μαρτίου 1960: Έναρξη των επίσημων διαπραγματεύσεων για τη σύνδεση της Ελλάδας με την Ε.Ο.Κ., μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Ίδια περίοδο, Φεβρουάριο, η έκτη τάξη του τρίτου Δημοτικού σχολείου Γιαννιτσών, ξεκίνησε πρόβες για το θεατρικό έργο η καταστροφή της Ναούσης, που παρουσιάστηκε, παραμονές 25ης Μαρτίου στο κινηματοθέατρο Ρεξ.

Θυμάμαι την πλοκή: ο Ζαφειράκης, ο Καρατάσος και ο Γάτσος, προύχοντες και οπλαρχηγοί, ξεκινούν την επανάσταση στη Μακεδονία. Τους υποστηρίζουν οι γυναίκες τους. Στο τέλος νικάει ο αιμοβόρος πασάς Αμπού Λοπούτ.

Ζαφειράκης ήταν ο Μπίλης Μιχαλόπουλος και γεροΚαρατάσος, ο Γιώργος Αθανασόπουλος. Για τον Γάτσο, θα σας γελάσω. Ζαφειράκαινα ήταν η Βούλα Παπαδοπούλου, Καρατάσαινα και Γάτσαινα μάλλον η Δέσποινα Γκρόζου και η Δέσποινα Τσομπάνη. Πλήθος άλλων ρόλων και κομπάρσων. Τον ρόλο του «κακού» μου τον είχαν εμπιστευθεί. Ήμουν ο Αμπού Λοπούτ, το σίχαμα. Το έργο είχε ανταπόκριση και επιτυχία.

Ως κακός πασάς, καθόμουνα με ρόμπα και σαλβάρι και ένα τουρμπάνι σε ένα ντιβάνι και άκουγα τις απολογίες των δυναμικών συζύγων των πρωταιτίων που είχαν σκοτωθεί ή δραπετεύσει στη νότια Ελλάδα. Στις πατριωτικές τους κορόνες τις αποκαλούσα άπιστες και σκύλες, απαντούσα με μακροσκελείς διαταγές ανείπωτων βασανιστηρίων, του στύλ «πάρτε την και τρυπήστε την με καφτερές βελόνες» ή «θάψτε την ως το κεφάλι στο χώμα και το κεφάλι κόψτε το» – έχω την εντύπωση πως ήμουν ακόμη πιο σαδιστής. Δεχόμουνα ένα υβρεολόγιο, με έλεγαν μουρτάτη και τύραννο και παλιότουρκο, και αναχωρούσαν προς την μοίρα τους, ενώ άλλες γυναίκες χόρευαν και έπεφταν στην Αραπίτσα, ενώ ακόμη και οι δήμιοι έλυωναν από κρυφό πόνο, αφού το θεατρικό ήταν παιδικό, επομένως δεν υπήρχαν σεξουαλικές ποινές και βιασμοί.

Τα παρασκήνια στο θέατρο ήταν επίσης ζωντανά και ζωηρά, με επεισόδια που λίγοι καταλάβαιναν. Οι λιγότερο ταλαντούχοι στο πάλκο είχαν πολλές υποχρεώσεις. Να βαράνε με τις σόλες καψούλες στα σανίδια, μιμούμενοι τους ήχους της μάχης. Συμμαθήτριες και συμμαθητές, έφερναν τα props στις μπούκες και βοηθούσαν είτε ως υποβολείς, είτε στα ντυσίματα.

Επίσης φλερτάραμε, λέγαμε άσεμνα αστεία, ξεκαρδιζόμασταν με καθυστερημένες ατάκες και μουτζώναμε τους ξεχασιάρηδες. Η όλη ατμόσφαιρα, παρά τα δάκρυα του κοινού και την επι σκηνής βία, ήταν χαρωπή και αξέχαστη.

Την ημέρα που η Ελλάς είχε εξασφαλισμένα τα γερμανικά λεφτά και είχε ανταλλάξει τον Μέρτεν έναντι των αποζημιώσεων (κανένας δεν τα θυμάται αυτά;) την δέχτηκαν στην ΕΟΚ. Ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Στο σχολειό μας, η ζωή επέστρεψε στα καθημερινά. Ετοιμασίες για την παρέλαση και Έκθεση με θέμα ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου.

Είπα να νεωτερίσω. Και πήρα το ζήτημα κυριολεκτικά. Όχι τα καθιερωμένα για το μήνυμα της Επανάστασης, Αγία Λαύρα και ο Γέρος του Μοριά. Έγραψα καμιά δεκαριά σελίδες όπου διεκτραγωδούσα το τουρλουμπούκι της θεατρικής παράστασης που δώσαμε, συγκρίνοντάς την με γενναίες πράξεις των προγόνων μας, το χέρι του Τουρκοφάγου πρησμένο από τη σφαγή στα Δερβενάκια, την φυλάκιση του Κολοκοτρώνη και την κατακρήμνιση του Ανδρούτσου, έλεγχο της Διχόνοιας και καταγγελία των ψαλλιδόκωλων και προσωπική επίθεση στον Μαυρογορδάτο, σε συνδυασμό με σκηνές από τα παρασκήνια, από τους διαλόγους που είχα στο θεατρικό. Η έκθεση περιείχε και τη μαθητική σπαρίλα περιμένοντας την παρέλαση στην άσφαλτο, τον λάθος βηματισμό μερικών και την πιθανή αφηρημάδα του παραστάτη που χάλαγε την γραμμή.

Ο στόχος ήταν προφανής: μπροστά στην δόξα των προγόνων, το παρόν μας ήταν άθλιο και εμείς, ρεμπέτ ασκέρι. Ηθολογικό περιεχόμενο, συντηρητικών καταβολών, εμείς, οι ανάξιοι του Αγώνα, τέτοια.

Μετά το γιορτάσι, ήρθε η ώρα να διαβαστούν οι καλές εκθέσεις, να περιφρονηθούν οι κακές. Ο δάσκαλος κάλεσε τα κορίτσια που έγραψαν τις καλύτερες εκθέσεις. Στο τέλος, με κάλεσε να σταθώ όρθιος μπροστά στον πίνακα.

Άνοιξε το τετράδιο των εκθέσεών μου και είδα πως είχε γράψει μιά ολόκληρη σελίδα με κόκκινη μελάνη στη θέση της βαθμολογίας. Μετά, χάραξε ένα Χ σε καθεμιά από τις δέκα σελίδες, λέγοντάς μου “αργότερα θα καταλάβεις την σημασία της διαγραφής αυτής”.

Ερμήνευσα την στάση του εθνικοτοπικώς: ήταν Καλαβρυτινός και ενοχλήθηκε φρικτά. Ανκαι αργότερα, τον άκουσα να μιλά για το ζήτημα στον πατέρα μου. Ήταν χαμογελαστός, και με το αφτί παντόφλα, άρπαξα στον αέρα τις λέξεις ο μπαγάσας, πρόσεξέ τον θα σου βγεί κομμουνιστής, μη τον μαλώνεις, αλλά θα σου βγεί το όνομα. Μας προέκυψε φίδι στον κόρφο μας.

Ο πατέρας μου, άρρωστος από γαστρορραγία, όταν μείναμε μόνοι, μου ζήτησε τις χιαστί διαγραμμένες σελίδες και τις διάβασε προσεκτικά. Μετά με κοίταξε με πονεμένο βλέμμα. Δεν σχολίασε τίποτε.

Χρόνια πολλά μετά, τριανταπέντε χρόνια και βάλε, ο δάσκαλος ζήτησε να με δει που δούλευα σε ένα παραδοσιακό κτήριο της πόλης. Έρριξε μια ματιά στο περιβάλλον και μου είπε: εδώ που κάθεσαι, καθόταν ένας φίλος μου, ταγματάρχης της Γκεστάπο. Ευγενής και μουσοτραφής. Αξέχαστες μέρες της κατοχής!