Είχα, μικρός, έναν φίλο που ο νουνός του, εκ προσφύγων, ήταν ερωτύλος. Ακόμη και τότε που ήμασταν ζουμπάδες, το ξέραμε. Κυκλοφορούσε στην ατμόσφαιρα.
Μία των ημερών, του γυάλισε μια εύμορφη γειτόνισσα. Ξέχασε τα πιτσιπίτσια, και της αφιερώθηκε. Ήταν ολόξανθη, εκ Πίνδου, θελκτική και ακατάδεχτη ταυτόχρονα.
Με τον φίλο, έτυχε και το διαλύσαμε. Άλλη πόλη, άλλη δουλειά. Κάποτε ανταμώσαμε πάλι. Στην επαχθή και μαραμένη συνάντηση, που περιείχε το «ας κάνουμε μια περίληψη του πώς ζούσαμε χώρια» θυμηθήκαμε και τον νουνό του. Ματαίως. Στέριωσε μέσα μας. Αλλά την γειτόνισσα, δεν καταφέρναμε να τη θυμηθούμε.
Αναγκαστικά, προσέτρεξα στους συνειρμούς της παιδικότητας, κάθε φορά που την ανακαλώ στη μνήμη.
Πώς; Θυμάμαι δυο μικρά κουτάκια με ζαχαρούχο γάλα στα μπακάλικα.
Το γάλα Νουνού και το γάλα Βλάχας.
Πάλι δεν θυμάμαι πάντως ποιο κουτί εικονογραφούσε.