Αληθινά ψέμματα
01-04-2021

Κάθε πρωταπριλιά, ο πατέρας μου, από τα τέσσερα έως τα δώδεκά μου χρόνια, με ξυπνούσε εύχαρις με την φωνή «ξύπνα Πανούλη, σε περιμένει στην αυλή ένα ποδήλατο!». Πεταγόμουνα μεταξύ Τζίμινι Κρίκετ και Τιραμόλα και βρισκόμουνα, άντυτος και άνιφτος, έξω από την εξώπορτα, βλέποντας το τίποτε, ενώ στο αφτί μου κουδούνιζε η γελαστή πατρική λέξη «πρωταπριλιά!»

Σκοτείνιαζα συνήθως και αυτός, μου θύμιζε πως το έθιμο αυτό το πρωτοέμαθε από τον πατέρα του, τον Παναγιώτη, από τα χρόνια του Ιρκούτσκη. Και μετά, μου αράδιαζε μια σειρά από πατρικές φράσεις που τον ξάφνιαζαν μικρόν. Που έλεγε, κουβεντιάζοντας με την Αφέντρα την σύζυγό του, «εδώ κάτι τρέχει» και ο μπαμπάς μου διέτρεχε με το βλέμμα το πάτωμα να ιδεί τι σκατά τρέχει. Ήταν ένα πακέτο ανεκδότων βιωματικών, που εντέλει τα έμαθα απέξω.

Καλύτερα τα πήγαμε με το «γιάντες» πάνω στην κυριακάτικη κοτόσουπα που περιείχει το γνωστό δίχαλο. Το κοκκαλάκι το σπάζαμε εθιμικά και αυθωρεί δεν περνούσαν δυό λεπτά και έβρισκε τρόπο να μου δώσει στο χέρι κάτι ορεκτικό, το ξεχνούσα και άκουγα το θριαμβικό «γιάντες».

Και αυτό μεν ατόνησε, διότι έφυγα από το πατρικό μου ενωρίς και τα γιάντες κόπηκαν. Αλλά στάθηκε αδύνατο να νοικιάσω ποδήλατο έκτοτε. Δυο πεταλιές και έπεφτα. Τελείως άχρηστος. Οι φίλοι μου έφταναν στο Μελίσσι και στο Μηδέν, κατέβαιναν όταν ξεραίνονταν οι λάσπες έως τον Σχοινά, κι εγώ, μπακούρι της πεζοπορίας. Στα είκοσι, παραθερίζοντας στη Θάσο με τον Καλοκύρη και άλλους φίλους, ο Δημήτρης αποφάσισε να μου μάθει. Σε μια αλάνα τσιμεντόστρωτη στο αρχαίο λιμάνι που στολίζονταν μόνον με μία κολόνα με δημοτικό φωτισμό. Ε, περάσαμε τουλάχιστον δύο εκπαιδευτικές ώρες κι εγώ, ανεξάρτητα από τα κέφια, διάλεγα να τρακάρω μόνον στον στύλο αυτόν. Δεν σχολιάζω την καζούρα.

Ποδήλατο έμαθα μόνος, 15 Μαρτίου του 1974, διότι πληρώθηκα για ένα μεγάλο προπτικό πολυκατοικίας και αγόρασα από την Άθωνος ένα κόκκινο Πεζώ τριτάχυτο που χωρούσε και αποσκευές και κάτι λάστιχα νάαα με το συμπάθιο. Το κατέβασα με τα πόδια στην παλιά παραλία και δοκίμασα να το τρέξω κάτω από τον Λευκό Πύργο. Σε μερικά λεπτά ήμουν σαΐνι. Ξεθάρρεψα και μπήκα στην Κέννεντι απέναντι από τον Τόττη στην Ηλεκτρική Εταιρεία και έφτασα χωρίς πρόβλημα ενθουσιασμένος ως το φανάρι της Μπότσαρη. Διαλέγοντας να χωθώ προς το Ποσειδώνιο, με ξάφνιασε μια κόρνα φορτηγού και χώθηκα έντρομος σε έναν θάμνο ροδοδάφνες.

Ώσπου να μου το κλέψει κάποιος, ανήμερα των εκλογών του 1974, πήγα με το ποδήλατο σε μέρη πολλά. Στην Αγροσυκιά αλερετούρ, στα Σύλλατα για τους Νερόμυλους, στην Τρανή Αμμούδα για μπάνιο. Έως και στου Κιλκίς τα λοφάκια. Μετά δανείστηκα ένα άλλο ποδήλατο από τον Γαρέφη και το έχωσα σε ένα ποίημα. Ήταν πλέον η ώρα του «Αριστείδη», του πρώτου κατρέλ της ζωής μου. Με τον Αριστείδη, έσπασα το πρώτο γιάντες.