Ακούσατε
Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι
Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι
Πολωνοί, αγάδες, πασάδες, ντερβισάδες
Ρώσοι, Μπόερς και Οθωμανοί
Κατά διαταγή του πολυχρονεμένου μας πασά
όποιος μπορέσει και σκοτώσει τον κατηραμένον όφιν
που είναι στο αραχνιασμένο σπήλαιο
θα πάρει εκατό λίρες μπαξίσι
τη θυγατέρα του πασά δια σύζυγον
και μετά τον θάνατον του πασά
θα λαμβάνει και τον θρόνον!
Ακούσατε, ακούσατε….
Ακόμα έχω στ΄ αυτιά μου το ντελάλημα του Γιώργου Μούτσιου σε στίχους του Ευγένιου Σπαθάρη από το χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου «Το καταραμένο φίδι» 1958, βασισμένο στο έργο του Θεάτρου Σκιών «Ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι». Η μουσική κυκλοφόρησε σε δίσκο το 1964 και ήταν βεβαίως του Μάνου Χατζιδάκι. Από εκεί αντλώ την όποια σχετική ανάμνηση διαθέτω κι όχι ως αυτήκοος μάρτυρας ή κανονικός θεατής της παράστασης. Ποτέ δεν έφτασαν στις λαϊκές γειτονιές τα σπουδαία καλλιτεχνικά δρώμενα…
Η δική μου η γενιά, η τελευταία ίσως, έπαιξε με τις φιγούρες του Καραγκιόζη. Δυο τρεις από την παρέα, οι μεγαλύτεροι και πρόσκαιρα συνεταιράκια, τις αγοράζαμε από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Με τζερεμεδίστικη μαστοριά τις κόβαμε και τις κολλούσαμε σε χαρτόνι. Τέλος καρφώναμε την κάθε μια σε λεπτό πηχάκι. Ένα παλιό λευκό σεντόνι της μητέρας εξασφαλισμένο μετά από πολλές γκρίνιες έκανε χρέη μπερντέ. Μερικά κεριά ή ένας φακός για τον φωτισμό και μπόλικα σκαμνιά για το φιλοθεάμον κοινό με τιμή εισόδου ένα πενηνταράκι. Έπρεπε να σουρουπώσει αρκετά για την έναρξη της παράστασης. Καλοκαιράκι και το ανθισμένο αγιόκλημα της αυλής από κοινού με το λευκό γιασεμί και εναλλάξ με το λιγωτικό νυχτολούλουδο πυροδοτούσαν μυστηριωδώς έτι πλέον την παιδική μας έξαψη. Τα λόγια τα διαβάζαμε τσάτρα πάτρα από μέσα. Το βιβλιαράκι, ένα και μοναδικό, το είχαμε βάλει στην μέση. Σκούντα εσύ και σκούντα εγώ… Ευτυχώς οι θεατές μας δεν είχαν απαιτήσεις, ήταν επιεικείς, μας συγχωρούσαν την προχειρότητα του εγχειρήματος. Και γελούσαν, γελούσαν πολύ, ξεκαρδίζονταν με τα αστεία και τις γκάφες του Καραγκιόζη, του Χατζηαβάτη, του μπάρμπα Γιώργου και των λοιπών ηρώων. Κι εμείς πίσω από τον μπερντέ, ενώ κινούσαμε άτσαλα τις φιγούρες, ταυτοχρόνως μετρούσαμε περιχαρείς κι άπληστοι τα πενηνταράκια. Καλλιτέχνες κι ομού επιχειρηματίες!
Τον Ευγένιο Σπαθάρη, τον σπουδαίο αυτόν «Καλλιτέχνη του Θεάτρου Σκιών», όπως ο ίδιος προτιμούσε να τον αποκαλούν αντί του συνηθισμένου εκείνου και απλοϊκού «καραγκιοζοπαίχτη» – κάτσε γύρευε ποιος διανοούμενος του έβαλε αυτή την ιδέα προς αναβάθμιση και λουστράρισμα του επαγγέλματος – τον συνάντησα στο σπίτι των κοινών φίλων Γιώργου Παυριανού και Δημήτρη Λέκκα στο Κουκάκι. Θα υποδύετο και τους τρεις μάγους σ΄ ένα μεσαιωνικό μυστήριο των Χριστουγέννων για το ραδιόφωνο του Τρίτου σε σκηνοθεσία του Παυριανού και μουσική του Λέκκα. Είχε έλθει να κάνει πρόβα με τους υπόλοιπους συντελεστές. Την Σαπφώ Νοταρά στον ρόλο του Ηρώδη, την Ζυράννα Ζατέλη ως Παναγία και τον «άγγελο εξ ουρανού» Ηλία Λιούγκο. Ήταν Δεκέμβριος του ΄77. Η ξυλόσομπα ζέσταινε γλυκά το γκρεμίδι κι εγώ δεν χόρταινα ν΄ ακούω τις κουβέντες τους. Έναν χρόνο μετά βρέθηκα να είμαι ο ένας από τους δύο βοηθούς του, ο άλλος ήταν ο Θόδωρος Αραβάνης. Επρόκειτο για την παράσταση του Τρίτου Προγράμματος «Βάτραχοι» του Αριστοφάνη σε διασκευή και σκηνοθεσία του Παυριανού και μουσική του Λέκκα επίσης. Οι δύο τεθνεώτες τραγικοί ποιητές Αισχύλος και Ευριπίδης της κωμωδίας είχαν αντικατασταθεί κατά την διασκευή από τους εν ζωή συνθέτες Μίκη Θεοδωράκη και Μάνο Χατζιδάκι. Ο Καραγκιόζης κατέβαινε στον κάτω κόσμο με σκοπό αφού διαγωνιστούν μεταξύ τους ο «Αισχυλάκης» και ο «Ευριπιδάκις» να φέρει και πάλι τον νικητή στον επάνω κόσμο. Οι δύο δερμάτινες φιγούρες των συνθετών φιλοτεχνημένες από τον Σπαθάρη ήταν καταπληκτικές. Η πρώτη παράσταση δόθηκε, παρόντος του Χατζιδάκι, στον Φιλοπρόοδο Όμιλο Υμηττού, (Φ.Ο.Υ.). Ενθουσιάστηκε, γελούσε και χειροκροτούσε σαν μικρό παιδί. Μετά μας πήγε όλους μαζί, σύσσωμη την κομπανία, για φαγητό στον Μαγεμένον Αυλό. Εκεί πήρε μια παρτιτούρα της μουσικής και στο κάτω μέρος, στο λευκό περιθώριο έγραψε με το ακριβό του Mont Blanc, την πένα του με το σέπια μελάνι, ένα ιδιαίτερα κολακευτικό σχόλιο για τον Παυριανό. Και στο πλαϊνό της κόλλας συμπλήρωσε: «Θερμά συγχαρητήρια και για τους βοηθούς σου που είναι χάρμα οφθαλμών κι ελπίδα μιας ακριβής, ιδιωτικής συνάντησης».
Όταν κάποτε διάβασα, και μάλιστα σε νεαρή ηλικία, το σεμνό βιβλιαράκι «Απομνημονεύματα» του πατρός Σωτήρη Σπαθάρη, ισάξιο κατά την εκτίμηση των Τσαρούχη και Σικελιανού του άλλου σημαντικότατου πονήματος, των «Απομνημονευμάτων» του Στρατηγού Μακρυγιάννη, ενθουσιάστηκα. Μέσα από την προσωπική, την άδολη κι απλοϊκή ματιά του, είδα να ξεδιπλώνεται η αθωότητα και το ήθος μιας άλλης, οριστικά χαμένης Ελλάδας. Περιγράφοντας τις περιπέτειες της δουλειάς του, τις χαρές και τις πίκρες που του χάρισε ο αγαπημένος του Καραγκιόζης, πρόβαλε ανάγλυφα η ελληνική επαρχία στις αρχές και μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Χωρίς δεύτερη σκέψη λοιπόν, μόλις μου δόθηκε το 1979 η ευκαιρία να υποβάλλω την δική μου πρόταση εκπομπής στο Τρίτο Πρόγραμμα, πρότεινα το βιβλίο αυτό. Θα ήταν δεκάλεπτα επεισόδια στην ανάγνωση του Ευγένιου Σπαθάρη. Εδώ κι εκεί θα υπήρχαν αποσπάσματα από ηχογραφημένες παραστάσεις του καραγκιόζη, καθώς και ρεμπέτικα τραγούδια εκείνης της περιόδου στις αυθεντικές τους εκτελέσεις ως ανάσες και σχόλια στην αφήγηση. Η πρόταση έγινε δεκτή από τον Μάνο Χατζιδάκι. Την ευχάριστη είδηση μου ανακοίνωσε ο αντ΄ αυτού στο Τρίτο, ο Γιώργος Κουρουπός. Και μάλιστα δίχως να μου ζητηθεί να ετοιμάσω κάποιον δοκιμαστικό «πιλότο». Αγχώθηκα ιδιαιτέρως. Ήμουν στην ηλικία των είκοσι τριών χρόνων και σχετικά άπειρος. Κι αυτή ήταν η πρώτη φορά που ανελάμβανα πλήρως την ευθύνη μιας συνεργασίας και μάλιστα τόσο σοβαρής. Προηγουμένως έκανα το καλλιτεχνικό ρεπορτάζ στην εκπομπή ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ του φίλου Άρη Δαβαράκη. Η απόλυτη ελευθερία που παρείχε ο Χατζιδάκις στους συνεργάτες του και η εμπιστοσύνη με την οποία μας περιέβαλε όλους ανεξαιρέτως, ανέβαζαν αυτόματα πολύ ψηλά τον πήχυ της υπευθυνότητας εκ μέρους μας. Πόσο σοφό κι έξυπνο, αλήθεια! Αυτόματα μας δέσμευε και κινητοποιούσε το φιλότιμό μας. Χωρίς να μας ζητηθεί, καλούμασταν να αποδείξουμε και ορθώς, ότι ήμασταν άξιοι μιας τόσο σπουδαίας αντιμετώπισης.
Μια φορά την εβδομάδα κατέφθανε τρέχοντας στην ΕΡΤ ο Σπαθάρης, κατά το μεσημεράκι συνήθως, μετά από κάποια άλλη υποχρέωση και πάντα ζορισμένος να προλάβει την ηχογράφηση. Το στούντιο ήταν προγραμματισμένο μέρες πριν. Θα διάβαζε κάποιες σελίδες του βιβλίου κι εγώ στην συνέχεια έχοντας την πρόζα θα έκανα το μοντάζ με τις μουσικές και όλα τα σχετικά. Μονίμως ερχόταν «αδιάβαστος». Τον είχα παρακαλέσει ευγενικά, ουκ ολίγες φορές, να ρίχνει μια ματιά στο παρακάτω προς διευκόλυνση όλων μας. Αμ δε… Τα λάθη και τα σαρδάμ έκαναν φεστιβάλ. Σημειωτέον ότι, τω καιρώ εκείνω, η ηχογράφηση γινόταν σε ταινίες. Δεν ήταν λοιπόν και τόσο απλό μετά το στοπ να κολλήσεις σωστά στο σημείο του λάθους, να ξαναμπείς με το ίδιο ύφος την στιγμή ακριβώς που άναβε στο πλατό η κόκκινη ένδειξη με την λέξη ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ, με δυο λόγια να ατακάρεις στο παράγγελμα του ηχολήπτη. Η ενδοσυνεννόηση στην περίπτωσή μας αποδείχτηκε παντελώς άχρηστη, δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Χρειαζόταν εμπειρία κι εγρήγορση που δυστυχώς ο αναγνώστης μου δεν διέθετε. Αναγκάστηκα, μη έχοντας άλλη λύση, να στρατοπεδεύσω δίπλα του. Παρακολουθούσα την ανάγνωση και τον διέκοπτα όποτε γινόταν το λάθος. Περισσότερο όμως τον βοηθούσα να πιάσει το νήμα από το σωστό σημείο. Του έδειχνα με το μολύβι από ποια λέξη κι έπειτα θα συνέχιζε. Όταν έδινε το σήμα ο ηχολήπτης μ΄ ένα ελαφρύ σκούντημα στο μπράτσο του τον ειδοποιούσα για την επανέναρξη της ηχογράφησης. Οι αφελείς δικαιολογίες του θύμιζαν μικρό παιδί. Δεν σχολίαζα απολύτως τίποτα. Αντίθετα έδειχνα σεβασμό και καρτερία. Σεβασμό στον σπουδαίο καλλιτέχνη που με τιμούσε με την συνεργασία του και καρτερία γιατί παρά την ταλαιπωρία, η δουλειά μου γινόταν. Χρωμάτιζε καταπληκτικά το κείμενο του πατέρα του. Και παρά την δυσκαμψία της γλώσσας κατά την ανάγνωση κι όλα τα λάθη, ναι, διάβαζε συγκινητικά τολμώ να πω. Ο Σπαθάρης, όπως και οι σημαντικοί καραγκιοζοπαίχτες πριν απ΄αυτόν, ήταν όλοι τους απλοί και λαϊκοί άνθρωποι. Δεινοί μάστορες του προφορικού λόγου και κατ΄ εξοχήν του αυτοσχεδιασμού. Εκεί μεγαλουργούσαν με το γνήσιο ένστικτο, το αλάθητο και το μεγάλο ταλέντο τους.
Η εκπομπή είχε απήχηση, άρεσε πολύ. Ο κριτικός ραδιοφώνου Μηνάς Χρηστίδης του περιοδικού «Ταχυδρόμος», δεν χαριζόταν τα καλά λόγια, ήταν αυστηρός και δύσκολος. Παρ΄ όλα αυτά έγραψε ένα διθυραμβικό σχόλιο στην στήλη του. Δεν βαριέσαι όμως, τίποτα δεν διασώθηκε από εκείνην την δουλειά των πενήντα και πλέον επεισοδίων, παρεκτός από ένα και μόνον, μία εκπομπή διάρκειας δέκα λεπτών που ηχογράφησα τότε στο κασετόφωνο την ώρα της μετάδοσής της. Η μετά τον Μάνο Χατζιδάκι, η επί ΠΑΣΟΚ γενική διεύθυνση ραδιοφωνίας της ΕΡΤ υπό τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος του μοναδικού αρχείου του Τρίτου Προγράμματος. Για λόγους οικονομίας δήθεν, ηχογραφούσαν κατ΄ εντολήν του κ. Γενικού, οποιαδήποτε σαχλαμάρα της τρέχουσας επικαιρότητας στις ταινίες του αρχείου. Να τα λέμε κι αυτά τα απαράδεκτα, όσο σκληρά κι αν είναι…
Πέρασαν χρόνοι και καιροί. Το 2008 τον συνάντησα και πάλι με την πρόταση αυτή την φορά να μου διαβάσει τα «Απομνημονεύματα» του Στρατηγού Μακρυγιάννη για το Τρίτο Πρόγραμμα και πάλι. Μου ζήτησε να του στείλω μερικές σελίδες του βιβλίου σε μεγέθυνση. Το έπραξα, πλην όμως κατάλαβα ότι το εγχείρημα δεν θα ήταν και τόσο εύκολο. Στην συνεννόηση από τηλεφώνου υπήρχαν δυσκολίες, έπρεπε να επαναλαμβάνω κάθε μου πρόταση και να εξηγώ τα αυτονόητα. Είχε χάσει την σπιρτάδα του άλλοτε, δεν ήταν ο Σπαθάρης που ήξερα. Κανόνισα με την σύζυγό του Φανή τις λεπτομέρειες και την συγκεκριμένη ημέρα και ώρα βρισκόμουν στο σπίτι του στο Μαρούσι με την κινητή μονάδα εξωτερικών μεταδόσεων της ΕΡΤ. Θα κάναμε μια δοκιμαστική ηχογράφηση για να δούμε πως πάνε τα πράγματα. Ήλθε με τις σελίδες ανά χείρας και ξεκινήσαμε. Παρότι είχε πρεσβυωπία, αρνείτο πεισματικά να βάλει γυαλιά. Διάβαζε στο περίπου… Αλλά το κείμενο του Μακρυγιάννη αποτυπωμένο σε ένα περίεργο γλωσσικό ιδίωμα, μια παράξενη ελληνική διάλεκτο και με την ιδιομορφία της σύνταξής του, παρουσίαζε έτι πλέον προσκόμματα. Λόγω δε και της ιστορικής του σπουδαιότητας το ζωντανό αυτό κειμήλιο ντοπιολαλιάς δεν μας επέτρεπε οποιαδήποτε προχειρότητα στην αντιμετωπισή του. Ιδροκοπήσαμε να ηχογραφήσουμε κακήν κακώς δύο μόλις σελίδες. Όταν μάλιστα δοκίμασα στο στούντιο με την βοήθεια του τεχνικού να συρράψω το ηχογράφημα στην κανονική μορφή του κειμένου, χρειάστηκε προσπάθεια μεγαλύτερη των τεσσάρων ωρών. Ήταν ολοφάνερο ότι δεν γινόταν προκοπή. Έπρεπε δυστυχώς να το αφήσω στην άκρη, να εγκαταλείψω οριστικά την ιδέα. Λυπήθηκα πολύ, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά. Το εμπόδιο ήταν αντικειμενικά ανυπέρβλητο.
Μερικούς μήνες μετά, εξ αιτίας ενός απλού ατυχήματος, ο Σπαθάρης βρέθηκε στο νοσοκομείο. Ήταν όμως μεγάλος αρκετά και η υγεία του επισφαλής. Μια επιπλοκή στάθηκε ικανή για το τέλος. Έφυγε για πάντα στις 9 Μαΐου του 2009. Ο μεγάλος Έλληνας Μαρουσιώτης γεννημένος στις 2 Ιανουαρίου του 1924 άφησε πίσω του σπουδαίο έργο. Άξιος συνεχιστής του επίσης σημαντικού καραγκιοζοπαίχτη, του πατέρα του Σωτήρη Σπαθάρη, ανήκει στην χορεία των πρωτοπόρων του είδους. Πλούτισε τον μπερντέ με έργα μοναδικά, με φιγούρες σπάνιας λαϊκής τέχνης και ομορφιάς. Μάστορας από τους λίγους, αυθεντικός καλλιτέχνης μιας ξεχωριστής παράδοσης, ο Ευγένιος Σπαθάρης αγαπήθηκε όσο ελάχιστοι. Μικροί και μεγάλοι, σπουδαγμένοι και απλός λαός υποκλίνονταν στην τέχνη του. Εκτός από το μουστακάκι του αλά Σαρλό, ο ξεχωριστός συμπατριώτης μας παρουσίαζε αρκετές ομοιότητες με εκείνον. Και σίγουρα, ο χαρακτήρας του είχε κάποια στοιχεία ευδιάκριτα από τους ήρωες του Θεάτρου Σκιών. Πώς αλλιώς θα τους «ενσάρκωνε» με τόση πειστικότητα και χάρη επί εβδομήντα και πλέον χρόνια;