Ήλθαν και με βρήκανε, το ένα μετά το άλλο, στην πιο τρυφερή ηλικία. Κάποια ανώδυνα, μα τα περισσότερα ανελέητα και μαστιγωτικά, τα παρατσούκλια έγιναν από πολύ νωρίς ο καθημερινός μου βραχνάς. Τον χορό άνοιξε ο κατά πέντε περίπου έτη μεγαλύτερος αδελφός μου. Οποιοδήποτε σαρδάμ έκανα ή με τυχόν λάθος τρόπο λαλούσα μία λέξη, έφτανε για να προστεθεί με μιας στην ήδη πλούσια φαρέτρα του και να γίνει ένα ακόμη βέλος εναντίον μου. Ανεξάντλητο πειραχτήρι με τάσεις σαδιστικές, δεν έχανε την ευκαιρία να με περιλούσει όχι με ένα ή με δύο εξ αυτών ως είθισται, αλλά με την εκτόξευση σε βάρος μου αδιακρίτως όλων μαζί ή όσων τέλος πάντων επέλεγε, ανάλογα με τα κέφια του, στην κάθε περίσταση. Με την παραμικρή αφορμή, άλλοτε μάλιστα χωρίς καν να τον προκαλέσω, δεχόμουν κανονική ομοβροντία. Έβλεπα πόσο τον διασκέδαζε να με στριμώχνει, να με βλέπει να χάνω το χρώμα μου. Προσπαθούσα βεβαίως από ένα σημείο και μετά να ανταποδώσω τα λεκτικά πυρά, μα δεν βαριέσαι… Λόγω διαφοράς ηλικίας είχε το πάνω χέρι. Ούτε η απειλή μου «θα το πω στην μαμά», ότι θα κάνω δηλαδή χρήση του υπερόπλου μου, έπιανε τόπο. Συνέχιζε απτόητος το προσφιλές έργο του, ξέροντας καλά ο μπαγάσας ότι στην χειρότερη περίπτωση, αν δηλαδή κρατούσα τελικά την υπόσχεσή μου και τον κάρφωνα στην μητέρα –διακινδυνεύοντας ν΄ αποκτήσω στα καλά καθούμενα, μεταξύ των ήδη αρκετών ένα ακόμη, το επονείδιστο παρατσούκλι του «μαρτυριάρη» -εκείνος θα εισέπρατε το πολύ καμιά ξανάστροφη κι αυτό ήταν όλο. Συνήθως όμως δεν πραγματοποιούσα την, έτσι κι αλλιώς, ατελέσφορη απειλή μου.
Ο αδελφός μου δεν είχε βεβαίως το αποκλειστικό προνόμιο της σχετικής ονοματοδοσίας. Κι άλλοι διεκδικούσαν την «πατρότητα» ορισμένων εξ αυτών των προσωνυμίων. Όπως για παράδειγμα ο Τάκης της κυρίας Κατίνας, ένα γειτονόπουλο αρκετά μεγαλύτερό μου. Σ΄ ένα ομαδικό παιχνίδι έκανα μια αδέξια κίνηση με αποτέλσμα να γκρεμιστούν κάτι τούβλα που είχαμε στήσει σε μορφή πυραμίδας. Ο επικεφαλής Τάκης θύμωσε πολύ και απαίτησε να την «κοπανήσω» πάραυτα. Εγώ ο δυστυχής αρνήθηκα ν΄ αποχωρήσω, λέγοντας δυνατά την ακατάληπτη, προφανώς λόγω ψυχικής ταραχής, λέξη: «Αθαλογιατί», ο εστί μεθερμηνευόμενον: «Δεν θέλω, γιατί;» Αυτό ήταν! Η λέξη –φράση τσιμπήθηκε στον αέρα και μέσα σε ατελείωτα γέλια και χάχανα, απαναλήφθηκε σε όλους τους τόνους από την παριστάμενη μαρίδα. Μόλις είχα αποκτήσει το νέο μου παρανόμι, βούτυρο στο ψωμί του αδελφού μου… Τα σχετικά «κουλούκουνος» και «χαρχάγγελος» προηγούντο μερικούς μήνες. Ήταν παραμονές Χριστουγέννων του ΄60 και η μητέρα θα στόλιζε το πρώτο μας δέντρο. Ποιος ξέρει με τι οικονομίες να το είχε αγοράσει, καθώς κι όλες εκείνες τις μπάλες και τα κομψά στολίδια, σε μιαν προσπάθεια εγκλιματισμού της πρώην αγροτικής μας οικογένειας στα αθηναϊκά εορταστικά ήθη και έθιμα. Παρακολουθούσα έκθαμβος πλήν ήσυχος τον στολισμό του δέντρου από την μητέρα, την οποία συνεπικουρούσε η πιο επιδέξια και επί τούτου προσκληθείσα νεαρά Βούλα, που έμενε ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας, όταν είδα ξαφνικά να ανασύρουν από το κουτί και να κρεμούν έναν άγγελο με ολόλευκες φτερούγες. Και τότε, μέσα στον παιδικό ενθουσιασμό μου, αναφώνησα: «Πω, πω, τι όμορφος χαρχάγγελος!». Το πρώτο βαρύ ολίσθημα της γλώσσας!
Λίγο μετά, ήλθε και το δεύτερο. Μια χρυσή κουκουνάρα την αποκάλεσα λανθασμένα «κουλούκουνο». Έμοιαζε πολύ η αφιλότιμη στο ξεσπυρισμένο καλομπόκι, το κουλούκουνο όπως το έλεγε η γιαγιά μου η Μαριγάρα. Το φύλαγε κάτω από το μαξιλάρι της και ισχυρίζονταν πως «έδενε» μ΄ αυτό τον αφαλό της, γιατί κάθε τρεις και λίγο της λυνόταν… Το τύλιγε σ΄ ένα μαντήλι, το εφάρμοζε στ΄ αφάλι της και το περιέστρεφε αργά κατά την φορά των δεικτών του ρολογιού. Σε τρίτους χρησιμοποιούσε πολύ απλά τον δείκτη του δεξιού χεριού της. Είχα κατ΄επανάληψη παρακολουθήσει αυτήν την διαδικασία που διαρκούσε επί μία και πλέον ώρα. Γνώριζε καλά από γιατροσόφια η συγχωρεμένη. Ξεμάτιαζε, ίσιωνε και επανέφερε στην φυσική τους κατάσταση τα πρησμένα μετά από κάποιο ατυχές στραμπούληγμα άνω και κάτω άκρα, κάνοντας μαλάξεις και κινήσεις επιδέξιες στο πονεμένο μέλος, αφού πρώτα το άφηνε επί μακρόν σε χλιαρή σαπουνάδα. Θεράπευε επίσης τους πόνους του αυτιού με κερί και καναπίτσα κι άλλα πολλά. Ήταν η «προίκα» της από την προγιαγιά μου την Κορογιαννού, μαζί με το άλλο που της κληρονόμησε, την καπατσωσύνη στα εύστοχα και συχνά δηκτικά αστεία. Το συγκεκριμένο «χάρισμα» προσπέρασε αφήνοντας ανέπαφη την μητέρα μου και όλως παραδόξως πήγε κι εγκαταστάθηκε ατόφιο στον αδελφό μου για να υποφέρω εγώ! Όσον αφορά το «αυτάκιας» που άνοιξε νομίζω και τον χορό αυτών των οδυνηρών ονομάτων, δεν χρειάζονται και πολλές εξηγήσεις. Απλούστατα, είχα ως παιδί ιδιαίτερα πεταχτά αυτιά. Και όπως ήμουν αδύνατος πολύ, σκέτη τσιλιβήθρα, ξεχώριζαν ακόμη περισσότερο τα πτερύγια. Ο Δημητράκης Ψύλλος, συνεργάτης του πατέρα μου στο κουρείο, θυμάμαι πως με αποκαλούσε πολύ χαρακτηριστικά «σπαγγέτι», λέξη που δεν την καταλάβαινα κιόλας, καθότι μου ήταν άγνωστη. Εμείς βλέπεις μόνο τα μακαρόνια ξέραμε…
Εκεί πάνω – κάτω ήλθε να προστεθεί ξαφνικά και το «κεκέδισμα». Υπήρχε ένα παιδί συνομήλικό μου στην γειτονιά, ο Γιάννης ο Κεκές με τ΄ όνομα. Η οικογένειά του νοίκιαζε δύο δωμάτια και κουζίνα στης κυρίας Χαρίκλειας, της κυρά Παπαδιάς όπως απλούστερα, ως σύζυγο ιερωμένου, την έλεγαν όλοι. Κι εγώ το μειράκιον παπαγάλιζα κι έλεγα χαριτωμένα: «Κυρά Παπαζιά, η μαμά μου είπε να μου δώσεις μια φρατζόλα ψωμί. Να τα λεφτά!». Κι άνοιγα την μικρή χούφτα μου επιδεικνύοντας τα κέρματα που μέσα της τόσην ώρα κρατούσα σφιχτά. Διατηρούσε βλέπεις και «Πρατήριον Άρτου», συν τοις άλλοις, η κυρία Χαρίκλεια κι εγώ από νωρίς έκανα μικροθελήματα της μητέρας. Εκείνη τότε ξέσπαγε σε γέλια επαναλαμβάνοντας παριπαιχτικά το «κυρά Παπαζιά» και με γέμιζε φιλιά. Θύμωνα γιατί αντιλαμβανόμουν την ελαφριά κοροϊδία από μέρους της, αλλά δεν μπορούσα να εξηγήσω και τον λόγο. Ποιο ήταν το λάθος μου, βρε γαμώτο… Τέλος πάντων. Στην αρχή λοιπόν με ξένιζε η βραδυγλωσσία, το κεκέδισμα πιο απλά του Γιάννη. Και ρωτούσα όλο περιέργεια την μητέρα μου κατ΄ ιδίαν –ήμουν διακριτικός από πολύ μικρός καθώς φαίνεται– να μου εξηγήσει γιατί μιλάει έτσι. Ώσπου άρχισα κι εγώ τα ίδια καμώματα. Ενώ μέχρι τότε μιλούσα κανονικά, βρέθηκα να κεκεδίζω. Ήταν σκέτη απελπισία. Είχα μόλις αποκτήσει το πρώτο εμφανές κουσούρι μου. Και ποιος με γλίτωνε τώρα από τα νύχια, όχι μόνο του μεγάλου αδελφού, αλλά και των υπολοίπων παιδιών. Οι γονείς μου θορυβημένοι έσπευσαν να με πάνε σε κάποιον ειδικό ψυχολόγο, κάτι πολύ σπάνιο για τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ΄60. Μέχρι να έλθει η σειρά μας, έπιασα φιλίες μ΄ ένα άλλο παιδί στο σαλόνι αναμονής. Εκείνο, όπως κατάλαβα εκ των υστέρων βεβαίως, είχε την εξής πετριά. Για κάθε κτήριο που συναντούσε στον δρόμο, ιδιαίτερα αν ήταν εντυπωσιακό, δήλωνε με περηφάνια: «Εγώ το έκτισα όταν ήμουν μεγάλος!». Τι να πεις;
Υποβλήθηκα σε διάφορα ψυχολογικά τέστ. Απάντησα σε όλα επιτυχώς. Μόνο η τομάτα με μπέρδεψε, αν είναι λαχανικό ή φρούτο. Κάτι που δυσκολεύομαι μέχρι τώρα ν΄ απαντήσω με σιγουριά. Πάντως το κεκέδισμα με ακολουθούσε για χρόνια. Ακόμη καμιά φορά, ιδιαίτερα όταν θυμώνω, ρετάρω… Πρόσφατα σχετικά, απέκτησα και το παρατσούκλι «Κρι – Κρι», γιατί είχα την ατυχία να κολλήσω στην λέξη κριθαράκι και όχι, όπως λανθασμένα νομίζουν οι περισσότεροι φίλοι, επειδή θυμίζω με την συμπεριφορά μου το ονομαστό αγριοκάτσικο της Κρήτης. Ας είναι καλά ο φίλος Νίκος Κοϊτσάνος, το άλλο μεγάλο πειραχτήρι της ζωής μου, που πριν προλάβω να πάρω χαμπάρι, μου το φόρεσε «με τη μία». Είναι αλήθεια ότι προσπάθησα πολύ να ξεπεράσω το πρόβλημα της βραδυγλωσσίας. Πείσμωσα, πάλαιψα σκληρά και τελικά, ως άλλος Δημοσθένης μα χωρίς να κάνω χρήση χαλικιών, τα κατάφερα. Αντίθετα με τον δεινό ρήτορα της αρχαιότητας, βρήκα τα δικά μου κόλπα και ανέπτυξα τις προσωπικές μου μεθόδους. Κι άλλοτε κέρδιζα την μάχη με το δαιμόνιο που έδενε κόμπο την γλώσσα μου κι άλλοτε απλά το ξεγελούσα… Πάντως, όταν κλήθηκα, εκτός των εκπομπών μου να εκφωνώ για ένα διάστημα και το Δελτίο Ειδήσεων του Τρίτου, με πήραν τα ζουμιά μπροστά στο μικρόφωνο. Συγκινήθηκα γιατί, εξ αφορμής του «δελτίου» συνειδητοποίησα, πόσο μεγάλη ήταν η διαδρομή και τι προσπάθεια χρειάστηκε από μικρό παιδί να καταβάλλω. «Καλά τα πήγες μάγκα μου!», είπα μέσα μου. Κι αμέσως μετά συμπλήρωσα: « Ο μικρός Γιωργάκης που κάποτε τραύλιζε και τον φώναζαν Κεκέ, για δες, ήλθε καιρός να λέει τις ειδήσεις από το Τρίτο. Εύγε και πάλι εύγε σου!».
Άφησα για το τέλος τα δύσκολα και τα πολύ στενάχωρα παρατσούκλια, ων ουκ έστιν αριθμός, τα σχετιζόμενα με την σεξουαλική μου ταυτότητα. Αυτά κι αν ήταν ο εφιάλτης μου! Δεν ξέρω, αν και κατά πόσο εξακολουθεί να συμβαίνει ακόμη και κυρίως μεταξύ των εφήβων, η άθλια εκείνη συνήθεια του «κραξίματος», πράγμα διόλου απίθανο, μα στην δική μου εποχή έδινε και έπαιρνε. Ήταν σαν κανονική μάστιγα. Σε κάθε βήμα μπορούσε ν΄ ακουστεί η κοροϊδευτική ιαχή, κι όχι να πεις πως έδινα δικαιώματα. Αρκούσε κάτι το ελάχιστο, μια μικρή λεπτομέρεια στο ντύσιμο, ένα αδιόρατο λίκνισμα στο περπάτημα ή κάποια κίνηση λίγο πιο χαλαρή του χεριού, για να εισπράξεις το ανάθεμα. Οι καλοθελητές δεν έχαναν την ευκαιρία -επαγρυπνούσαν ως φαίνεται και ήταν πάντοτε ετοιμοπόλεμοι, δεν εξηγείται αλλιώς- για το σύνηθες λεκτικό μαστίγωμα εν μέση οδώ… Και τότε ν΄ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Αρνούμαι και να επαναλάβω έστω, τις γελοίες λέξεις -καρφιά της σταύρωσής μου. Ο καθένας μπορεί να υποθέσει νομίζω, ποιο ήταν το φραστικό ρεπερτόριο πάνω – κάτω, των λογής ακραιφνών υποτίθεται αρσενικών. Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου… Ας είναι. Το καθημερινό αυτό μαρτύριο, το εξαντλητικό και τόσο ψυχοφθόρο, έλαβε οριστικό τέλος, περιέργως πως, ταυτόχρονα με την ενδόμυχη αποδοχή του εαυτού μου. Εκεί, γύρω στα δεκαοκτώ πάρθηκε η μεγάλη απόφαση. Έκτοτε παραμένω πιστός σ΄ εκείνο που μυστικά με πλάθει. Αλλά δεν πρόκειται να λησμονήσω εσαεί, όσα χρόνια κι αν περάσουν, όποιον τόλμησε να κάνει πλάκα, να κοροϊδέψει ή να αστειευτεί με άγαρμπο τρόπο σε βάρος μου. Ακόμη και να υπαινιχθεί έστω, το οτιδήποτε προσβλητικό -ιδιαίτερα κατά την πρώϊμη, την εντελώς αθώα περίοδο της ζωής μου- αναφορικά με την ερωτικές μου προτιμήσεις. Είναι όλοι τους γραμμένοι στα μαύρα κατάστιχα…
Κλείνοντας να πω μόνο ότι από τον Γιάννη, τον μεγάλο μου αδελφό και πρώτο δυνάστη μου, ποτέ δεν άκουσα λόγο πικρό, ούτε σχολίασε ποτέ, άμεσα ή έμμεσα, το ακανθώδες θέμα. Αντίθετα, όταν κάποτε μεγαλώνοντας του μίλησα ανοιχτά, έδειξε κατανόηση και πλήρη αποδοχή. Τόσο σημαντικά και τα δύο για μένα. Σωστό βάλσαμο!