Oι χαρταετοί τύπου Χαργκρέηβ που μπορούσαν να ανεβάσουν άνθρωπο στα ουράνια και τα πρώιμα αερόσταστα, ήδη από τον 18ο αιώνα, αμή και μύριες αδέσποτες φήμες για την προέλευση των «φαναριών» που φώτιζαν εορταστικούς ουρανούς σε πολλά σημεία της Εύκρατης ζώνης, αλλά και στην δυτική ελληνική χερσόνησο, διατήρησαν επί δεκαετίες το ενδιαφέρον μου. Ιδίως η διοίκηση του Αλή Τεπελενλή που είχε γραμματεία, μιας μορφής στρατιωτική ακαδημία, γιατρούς και προξένους, διατεταγμένη αρχαιοκαπηλεία και καταστατική, άκρως συστημική βάναυση βία κατ΄αντιπάλων. Ο λόγος του ενδιαφέροντος είναι στο τόπο-μιλάμε για την Ήπειρο, τους ορεινούς πληθυσμούς, την ένταση στα πεδία της μόρφωσης, την άκρα κινητικότητα και την εμπορική ιδιοφυία, την αυτοτέλεια των οικισμών, το πολεμικό πνεύμα, την αγάπη στην μόρφωση, την έννοια της φαμίλιας, ενδημούσα από τις εκβολές του Ροδανού έως τις εκβολές του Άλυος, πληθύ ευεργετών. Και λησμονώ επίτηδες την επιστολή προς Έλγιν, την ανασκαφή στην εν Κανδαουία Απολλωνία, τους «κίονες» του θησαυρού του Ατρέως στας Μυκήνας, την πισίνα στη βίλλα του Βελλή, την λατρεία προς τον Πατροκοσμά.
Σύμπτωμα αυτής της οσημέραι ακμάζουσας γοητείας, η διαχρονική ασκητεία των ηπειρώτικων διαμονητηρίων, η διαφορετική έννοια του «ζάπλουτου», η φιλομάθεια, η εξαιρετική υπαγωγή της ιδιώνυμης αρχιτεκτονικής του τόπου, και βέβαια, το φιλοπερίεργο. Μικρή ένδειξη, ο Φεβρουάριος του 1803, ότε λυσσομανούσε η Αγγλογαλλική αντιπαλότητα και μιας μορφής αιώνας των Φώτων, η αυγή του πλέον spleen ρομανισμού και ένας ιατρός, ονόματι Παχώμης, ο πρώτος που ετόλμησε να ανεβάσει αερόστατο στα Γιάννενα, και ενέπλεξ η ιστορία τους δύο άλλους ιατρούς, τον Ψαλλίδα και τον Βηλαράν, δυνητικούς σαρκαστές της ανεπιτυχούς προσπάθειάς του.
Εποχή: αναφέρεται πως η απόπειρα έγινε από τον ιατρό ή αργυροχόο ή χρυσοχόο Παχώμη, ή, όπως θέλει ένα ποίημα «Παπαχάμος». Με καταγωγή είτε από το Συρράκο, είτε από τους Καλαρρύτες.
Η πλησιέστερη προς τα πράγματα εκδοχή υπάρχει σε έκδοση του 1901, λαογραφική, όπου ανακριβώς εμφανίζεται ο Αθανάσιος Ψαλλίδας ως ποιητής ενός εμμέτρου χρονικού και είναι μάλλον ο ρέκτης και σατιριστής Βηλαράς, που ηύρα σε συμπαθέστατο blog ηπειρώτικο. Έχω πλήθος ερωτημάτων ως μη Μολοσσός, μη Ιλλυριός και μόνον Βλαχοπόντιος, αλλά το αναδημοσιεύω ως έχει.
Το σατίρισμα αυτό μνημονεύεται ως έργο Βηλαρά εκ στίχων 150, αλλά ενώ η πιθανολόγησις πως εγράφη υπό Ψαλλίδα, δυσκόλως ευσταθεί ενώ το στιχηρό στην «έκδοση» του 1901, υπερβαίνει τους 190 στίχους -ενδεχομένως το έμμετρον αφήγημα να διετηρήθη με προσθήκες σε όλον τον 19ον αιώνα.
Χαρακτηριστικό είναι το γλωσσικό «ξεψάρωμα» της βλαχικής διαλέκτου, μάλλον λόγω της απίστευτης ακμής των Τσιντσάρων μετά τον 18ον αιώνα. Με τόλμη και επίγνωση πως οι αναγνώστες δεν θα είχαν άγνωστες λέξεις, υπάρχουν προτάσεις και εκφράσεις της βλαχικής, με προφανή πειρακτική διάθεση. Σημειωθήτω πως στην Ρεντίνα της Καρδίτσας, και σε εκεί ναόν, σώζεται επιγραφή του 1753 εις την Βλαχικήν, νομίζω η πρώτη που επεφάνη εις τα μέρη αυτά. Δεν υπάρχε γαρ ρουμανοβλάχικη εκείνα τα χρόνια, διότι δεν υπήρχε Μαργαρίτης να ξεσηκώνει τις ταφόπλακες.
Το ποίημα διαθέτει ιδιωματισμούς που αγνοώ, άγνωστες λέξεις, ρωμέικες ή βλάχικες, αλλά προσδοκώ αναγνώστες κραταιούς ετυμολογιών και ερμηνειών.
Αλλά πρώτα, το ποίημα που εκκρεμεί, από πηγή του 1901, που αφορά πράξεις του 1803:
Πού είσθε κόσμοι συναθροισθήτε,
Δράμετ’ ευθέως και μην αργείτε,
Μικροί μεγάλοι, παιδιά γερόντοι,
Πτωχοί και πλούσιοι, λαός κι αρχόντοι,
Κουτζοί, αόμματοι και κρατιμένοι,
Υγιείς και άρρωστοι, σακατεμένοι,
Όλοι όσ’ είσθε συναθροισθήτε,
Θαύμα μεγάλο για να ιδήτε,
Τρεχάτε γλίγωρα, τρεχάτε λέγω,
Τ’ αν δεν προφθάσετε, εγώ δεν πταίγω.
Ελάτε όλοι, τινάς μη μείνει,
Τ’ ό,τι θα γίνη, ποτέ δεν γίνη.
Του περιφήμου πολλά βλασσιάρου
Ευτυχισμένου γάλλων Ικάρου,
Μέλλει να ιδήτε και γολφονιέρου
Ζηλωτήν μέγαν. Καλάρη χαίρου.
Χαίρου Καλάρη τ’ είναι παιδί σου,
Κ’ η δόξα όλη είναι δική σου,
Ίκαρος νέος με νέον τρόπον,
Θέλει πετάξεις τούτον τον τόπον.
Τρεχάτε κόσμος, ως πότ’ αργείτε
Να η παράταξις, συναθροισθήτε,
Μωρέ τι συνάθροισις τι κόσμου πλήθος,
Να κι ο Παχώμης με γλυκύν ήθος.
Γλίγωρα γλίγωρα, πάντων προτρέχει,
Και εις τους πλάταις του το βάρος έχει
Τον βοηθάει αριστερόθεν,
Ο Γεώργιος Σκιούρτης, και δεξιόθεν
Ο κυρ Δημήτρης τ’ αντισηκώνει,
Πάντα το βάρος τού διωρθώνει,
Νικολός Γιάγκος με το μπαστούνι,
Του κυρ Παχώμη το κοντογούνι.
Τρία πατήματα οπίσω μένει,
Και φορτωμένος μ’ αυτά πηγαίνει
Ο Κοντογιάννης εις το κεφάλι,
Γεμάτον κάρβουνα ένα μαγκάλι.
Ο Γιώργης Άρτης στο δεξί χέρι
Ένα καλάθι γεμάτο φέρει
Δέκ’ άλλοι βλάχοι ακολουθούσι
Και ο καθ’ ένας κάτι βαστούσι.
Τριχαίς παλούκια τζαπιά και φτιάργια
Περών’ αρίδες, χοντρά σκεπάρια,
Σακκιά με πίσσαν και με κατράμι
Και δυό ζαλίκια λιανό καλάμι,
Όλα χρειώδη δια την σφαίραν
Που θα πηγαίνη χειμάρρου πέραν,
Πλήθος παιδίων τους τριγυρίζουν,
Χορσίσω ρίχνοντας, και τους σιουρίζουν
Πηγαίνουν έρχονται άϊντε φωνάζουν,
Ένα του άλλου, μακρόθεν κράζουν
Άϊντε να ιδούμεν, άϊντέστ’ ακόμι
Την σιαμαντούραν του κυρ Παχώμη
Φθάν’ η παράταξις στον ωρισμένον
Τόπον, για τούτο ετοιμασμένον,
Οι συντοπίταις ευθύς σιμμώνουν
Τον κυρ Παχώμη που ξεφορτώνουν,
Ο Κοντογιάννης σιμμά πηγαίνει,
Με το μαγκάλι, και τ’ αποθένει,
Φορεί ο Παχώμης το κοντογούνι,
Και ο Γεώργιος Άρτης ένα φουσούνι,
Απ’ το καλάθι ευθύς ευγάζει,
Μα ο Παχώμης του το αρπάζει
Και μοναχός του τότ’ αρχινάει
Σαν καλός γύφτος για να φυσάη,
Όμως μη τύχη και πάρ’ αέρα,
Πρό του χρειώδους καιρού η σφαίρα.
Ο Γεώργης, Γκιούστης, Κολέτας Δήμος,
Οι δύο προβάλλουν πολλά φρονίμω,
Με τα σχοινία καλά δεμένη,
Να την κρατούσι εσφαλισμένην,
Λοιπόν ευθέως παλούκια σταίνουν,
Και με τους σπάγγους την σφαίραν δένουν
Ωσάν τζατήρι την εξαπλώνουν,
Και τότ’ αρχίζουν και την φουσκώνουν,
Γκιούρτης, Κολέτας με τον Παχώμη,
Και άλλοι είκοσι βλάχοι ακόμη
Φυσούν απαύστως, μα δεν είνε τρόπος
Να την φουσκώσουν, χαμένος κόπος,
Λέγει ο Γκιούρτης ‘πρέ ντόμνε τζέο,
Αν δεν φουσκώση, εγώ τι φταίω.
Με τόσον φύσημα, με κόπον τόσο
Χίλιους γαϊδάρους να σου φουσκώσω.
Δεν κοκκινίζει και δεν ιδρώνει,
Όταν κτυπάει εις το αμώνι.
Ο κουτζοήφαιστος με την βαρειάν του,
Έχοντας κύκλωπας στην συντροφιάν του
Και με την δύναμιν οπού κτυπάει,
Κάμνει την Αίτναν να αντιχάη.
Ως ο Παχώμης λιχομανώντας,
Ανακατεύεται συχνά πηδώντας,
Συχνογυρίζοντας, τον κώλο σειώντας
Και την φωτίαν συχνοσυμπώντας.
Ανάπτει όλος και κοκκινίζει,
Φωνάζει, σκούζει κι’ όλου μανίζει
Και μέγαν κόπον, εις μισήν μέραν,
Τέλος φουσκώνει αυτήν την σφαίραν.
Τότ’ ο Παχώμης τον Κοντογιάνη
Κράζει, του φέρει ένα τηγάνι,
Κατράμι, πίσσαν και σαμιακίζι
Θιάφι, κροκίδια, ρακήν γεμίζει
Φωτιάν τους δίδει, κι ευθύς πηγαίνει
Υπό την σφαίραν το αποθένει,
Υψούτ’ η φλόγα ανδρειωμένη,
Και κατ’ ευθείαν, στην σφαίραν μπαίνει
Σαν το καράβι που κινδυνεύει,
Εις βαθύ πέλαγος όταν αγριεύει.
Βογγούν τα κύματα και τα κατάρτια,
Στρέφουν απαύστως πανιά κι’ εξάρτια.
Έτζι κι η σφαίρα συχνοκινείται,
Στρέφει μεγάλως κι όλη κλονείται.
Πλην ένα ένας άνεμος την φλόγ’ αμπώχνει
Μ’ ορμήν και βίαν κείθεν διώχνει.
Ο Γκιούρτης πρόθυμος παίρνει και άλλους
Από τους βλάχους τους πλιό μεγάλους
Βάνουντ’ εις τάξιν από το μέρος,
Όπου την βίαν θεωρούν του αέρος
Και τους τζουπέδες όσο μπορούσι
Τότ’ ο Παχώμης τάλια (1) φωνάζει,
Τάλια σας λέγω μεγάλως κράζει,
Κόπτει ο Γκιούρτης απ’ την μεργιάν του
Μ’ από την άκραν μεγάλην βίαν του
Γιατ’ εκεί στέκει αλησμονάει.
Και τον τζουπέν του γιατί κρατάει,
Σκύφτει να κόψη και τότε μένει
Η σφαίρα απέκι ξεσκσπασμένη
Τρέχει ο Παχώμης τάλια κι απέκι
Ντράκουλ φωνάζει τάλια παρέκι.
Όσο να τρέξουν, όσο να κόψουν,
Τέτοιοι άνθρωποι πώς να προκόψουν
Γυρίζ’ η σφαίρα όλ’ άνω κάτω
Κ’ ευθύς ανάπτει από τον πάτω
Ανακατεύονται ευθύς οι βλάχοι
Πηδούν φωνάζουν σαν οι βαθράχοι,
Ού λάϊ τράκουλ τι αμαρτία
Ού τράκουλ σάροι τι αμαρτία
Δίκαιον έχεις ώ κυρ Παχώμη
Πλην έχεις και άδικον κομάτι ακόμη,
Βλάχος και συ ‘σαι αναμφιβόλως
Ψηχήν και σώμα βλάχαρος όλος.
Αν είχες όμως να σε βοηθήσουν,
Άλλα κεφάλια να συνεργήσουν,
Εντροπιασμένος δεν ήσουν τώρα,
Λοιπόν ογλίγωρα σύρε στη χώρα
Κόσμος που είσθε συναθροισμένοι
Κοπιάστε φεύγετ’ άλλο δεν μένει.
Άϊντεστε τώρα τι καρτερείτε,
Δεν έχετ’ άλλο για να ιδήτε
Η σφαίρα έπιασε, άναψ’ εκάη,
Καλοξημέρωμα σαν κάη, ας κάη.
Έκλασ’ η νύφη, σκόλασ’ ο γάμος,
Αυτό το ‘ξερι και ο παπά Χάμος.
- Εκ του ιταλικού taglia, κόψε».