Αερικές συναντήσεις
31-08-2020

Ινατί έχω γινάτι με τα κινητά; Υποθέτω διότι με αυτήν την επικοινωνία, απουσιάζει το δέρμα.

Ο έρως αποχαζώνει. Γι αυτό είναι πολύτιμο το στιχηρό «ραντεβού σαν περιμένω και μ΄αργήσεις βαριεστώ/ κι όταν δω τα δυό σου μάτια, όλα φως μου τα ξεχνώ».

Το να εκφέρει τη λέξη «ραντεβού» ρεμπέτης, χωρίς να είναι παράπτωμα, σημαίνει πως του κάθονταν η έκφραση, ήτοι έβλεπε δυο μάτια και τα΄γραφε όλα κάτω από το σφουγγάρι.

Δεν βγάζουμε πλέον ρεμπέτες. Ξεχασιάρηδες, μπορεί. Σαν εμένα. Ποιος ρεμπέτης θα έκλεινε αραντεβού στην Πολωνίας, απέναντι από το Σινεάκ και θα νόμιζε πως έπρεπε να στηθεί ώρες τέσσερις παρακαλώ, στο κόκκινο σπίτι στην Ερμού, ώσπου τηλεφώνησε στην άκαρδη, καθώς ενόμιζε κι εκείνη τον περίμενε με φρουί γκλασέ; Αυτά, πάνω στους σεισμούς του 78.

Και ποιος γιεγιές, ντυμένος Έρικ Μπάρτον με αλουμινένια γυαλιά ηλίου, έχοντας ραντεβου στον Ξαρχάκο, καθώς εγώ, την είδε να προσαράζει με έναν φιόγκο στο κεφάλι που της έφτανε ως τους ώμους, είτα εντράπη και βούτηξε στις ρηχές ληγούστρες και διέφυγε σερνάμενος ως κομμάντο έως την Νικολάου Γερμανού; Αυτά, ενώ ετελούντο μπητς πάρτι στην Αγία Τριάδα, το 1966.

O έρως των πραγμάτων πάντως, είναι τρισχειρότερος. Τα ραντεβού μπορεί να περιμένουν, αλλά η ευχέρεια στις επικοινωνίες, καθιστά αδύνατο να ιδείς άνθρωπο χωρίς βοηθήματα, πραγματικά και μεταφυσικά. Ήταν όντως απίθανο να είχες πέντε χρόνια ξέροντας πως ο φίλος σου ο μπουντιντάντης ή ο γκαραφούγκελος έκανε κάθε απόγευμα μια κυκλική βόλτα στη Γερακώνα να ταΐσει πελαργούς που έβοσκαν εκεί και να μη τον έβρισκες στη θέση και στο λειτούργημά του αρκετά χρόνια αργότερα. Και το πιο σπαστικό ήταν να έρχεται φίλος και να δηλώνει «λέω το καλοκαίρι να πάω Σποράδες» κι όμως, αν ήθελες να τονε βρεις, τον έβρισκες. Eίτε Σκιάθο, Σκόπελο είτε Κυρα Παναγιά στον όρμο Πλανήτη.

Τα κινητά απλώς χάλασαν την πιάτσα και μοναδικές ιδιωτικές στιγμές.

Ωστόσο, υπάρχουν και χειρότερα. Εννοώ να συναντήσεις τον σκοπό της βιωτής, να σε καλύπτει για πολλές μετενσαρκώσεις επί αιώνες, αλλά μια γλυκυτάτη ανημπόρια, να καθιστά ανεπίγνωστο και ανώνυμο το προφανές.

Αναφέρομαι στην περίπτωση παλαιού φίλου που ήρθε να με βρει στην ξενητειά ήδη ερωτευμένος και έτοιμος από καιρό να ζευγαρώσει με την θεά του. Αντάμωσαν ως συνεπιβάτες λεωφορείου, χώρισαν κάπου στην κεντρική Ιταλία, αλλά ου φροντίς: ταίριαζαν, όπως ταιριάζει το καραμελωμένο κρεμμύδι πάνω στο σενιαν φιλέτο ταράνδου, όπως ταίριαξε η Γερτρούδη Στάιν με την Άλις Μπη Τόκλας. Ανακάλυψαν όμοια πολιτική άποψη, όμοια μουσικά κελεύσματα, κοινή λατρεία σε ποιητές και, το κυριότερο, απολύτως κοινή αντιπάθεια σε άλλους. Δηλαδή από τις σχέσεις που κρατάνε όχι 7 αλλά 77 ζωές.

Μόνο που δεν ήταν έτσι. Όταν τον ρώτησα απλά πράγματα, που ξέφευγαν από την πεπατημένη ήτοι πως μύριζαν τα μαλλάκια της, τι χρώμα είχε η μελαγχολία της, και πέρασα στα τετριμμένα, ήτοι πως την έλεγαν, που έμενε, τι επαγγέλονταν και άλλα, χλιαρά, όπως διεύθυνση και τηλέφωνο (δεν υπήρχε τότε ιντερνέτα και φάτσενμπούκεν) ο παλαιός φίλος δεν είχε ιδέα! Είχε με θέρμη αγαπήσει ενα άγνωστο άτομο, και το χειρότερο μήτε η κοπέλα τον ρώτησε το παραμικρό. Παρέμειναν όθεν διαχρονικώς ως η υπέρτατη χαμένη ευκαιρία, ως ανείπωτη νοσταλγία προς ένα δέρμα ανεκτίμητο, μόνο που έλειπαν τα κλειδιά της αισθηματικής κλειδωνιάς.