Ίακχος
19-04-2020

Παρασκευή απόγευμα στον Άι Γιώργη στην Ακαδημία Πλάτωνος. Σταθερή συντεταγμένη σε μια από τις επαναλαμβανόμενες πορείες του έκτου κωδικού. Δεν σκεφτόμουν Μεγάλη Παρασκευή και επιτάφιους, απορροφημένος απ’ τις νεραντζιές, απ’ τη μυρωδιά της ανθοφορίας τους, από πεινασμένες αδέσποτες γάτες κι απ’ το ρυθμό των βημάτων μου στον άδειο δρόμο.

Έρημο και το προαύλιο, πλην δύο τριών καθισμένων σκόρπια σε παγκάκια. Μέσα στην εκκλησία ψαλμωδία. Γυρνώντας να κοιτάξω είδα την κλειστή είσοδο. Σκέφτηκα την Ελευσίνα, το άβατο του Τελεστηρίου, τα μυστικά. Φλερτάρισα με τη σκέψη, με παραλλαγές του αφηγήματος, την επιστροφή του Άδωνη απ’ την Περσεφόνη στην Αφροδίτη. Και τη μήτρα της γριάς Βαυβούς να γεννοβολά καρπούς και ιούς και να τους φτύνει στα μούτρα μας, γελώντας.

Εχθές περπατούσα με μια φίλη στην Αγίου Μάρκου. Είχα ξαναπεράσει πριν μια βδομάδα, Κυριακή των Βαΐων, όταν συνάντησα έναν μόνο, έναν άστεγο. Έβριζε το είδωλό του στο τζάμι βιτρίνας και η φωνή του αντηχούσε στον πεζόδρομο μέχρι κάτω. Χθες ο ίδιος, στο ίδιο σημείο. Ήρεμα ευχαρίστησε τη φίλη σαν του έδωσε κάποια ψιλά.

Φτάσαμε μέχρι Καπνικαρέα. Στην επιστροφή ήταν πάλι εκεί. Ξανά ευχαριστώ. Μετά μας ευχήθηκε.