Την επομένη που ξεμπάρκαρε οριστικά ο νονός αλλά και θείος μου – ήταν αδελφός της μητέρας ο Θανάσης – κατέφθασε στο πατρικό σπίτι κρατώντας υπό μάλης ένα τεράστιο όπως μου φάνταζε τότε χάρτινο, μακρόστενο κουτί και μου ζήτησε να το ανοίξω μόνος μου. Ήταν το δώρο του. Έτρεμαν από την συγκίνηση και την ανυπομονησία τα χέρια μου θυμάμαι, μέχρι να τα καταφέρω. Όταν επιτέλους άνοιξα την συσκευασία ξεπρόβαλε μπροστά στα έκπληκτα παιδικά μάτια μου ένα γαλάζιου χρώματος ολοκαίνουργο και αστραφτερό, μεταλλικό υπερωκεάνειο… της στεριάς! Μπήκαν οι τρεις μεγάλου σχήματος μπαταρίες στην ειδική θήκη στο από κάτω μέρος και ξεκίνησε το παρθενικό ταξίδι του στο δάπεδο του δωματίου μου. Διέθετε ρόδες, δεν χρειαζόταν νερό για τον απόπλου. Και μάλιστα έστριβε από μόνο του όταν συναντούσε κατά την διαδρομή του κάποιο εμπόδιο. Το ραντάρ του έκανε αργές περιστροφές, τα δυο φωτάκια του σε πλώρη και πρύμνη αναβόσβηναν διαρκώς, ενώ κάθε τόσο σφύριζε κανονικά με τον χαρακτηριστικό ήχο των μεγάλων πλοίων. Ξετρελάθηκα! Δεν χόρταινα να το βλέπω. Ήμουν περήφανος, το πρόσεχα σαν τα μάτια μου. Εκείνο το μικρό καράβι ήταν το πρώτο και παρέμεινε το μοναδικό παιχνίδι που απέκτησα ως παιδί. Έκτοτε, από το 1964 με ακολουθεί σταθερά σε κάθε σπίτι που κατοικώ, σε κάθε καινούργιο μου μπάρκο… Και είναι το μόνο πολύτιμο αντικείμενο που έχω στην κατοχή μου, ο μοναδικός θησαυρός που κι εγώ διαθέτω.
Παιχνίδια ως παιδιά, εκτός ελαχίστων τυχερών εξαιρέσεων, δεν είχαμε. Στην εργατική γειτονιά που μεγάλωσα όλοι οι πατεράδες ήταν μεροκαματιάρηδες και χρήματα για τέτοιες περιττές πολυτέλειες δεν περίσσευαν. Προτιμούσαν να μας αγοράσουν τα Χριστούγεννα και την Λαμπρή κανένα ζευγάρι παπούτσια και μέχρις εκεί. Τα μικρότερα παιδιά της οικογένειας, όπως του λόγου μου για παράδειγμα, την περνούσαν με τα αποφόρια του μεγαλύτερου αδελφού. Είχε μαυρίσει το μάτι μου για κανένα καινούργιο ρουχαλάκι. Η μόνη παραχώρηση που έκαναν ήταν για την αγορά σχολικών βοηθημάτων, όπως η εγκυκλοπαίδεια «Ο θησαυρός των γνώσεων», αλλά κι εκείνη με δόσεις, όταν βεβαίως το παιδί τους είχε έφεση στο διάβασμα. Και κατά τον δάσκαλο, έδειχνε πως τα έπαιρνε τα γράμματα, τα αγαπούσε και καλό θα ήταν να το σπουδάσουν. Ή να το γράψουν επίσης στο φροντιστήριο αγγλικών της συνοικίας να μάθει και μια ξένη γλώσσα. Ούτε λόγος για παιχνίδια, θεωρούσαν πως ήταν πεταμένα λεφτά.
Το ποδηλατάκι με τις βοηθητικές ρόδες του ευνοημένου από την μοίρα παιδιού προκαλούσε μέγα φθόνο στα υπόλοιπα. Έπρεπε να κάνεις μεγάλη υπομονή και να δοκιμάσεις ουκ ολίγες μαλαγανιές ή να υποστείς μια σειρά από ταπεινωτικές παραχωρήσεις, προκειμένου να σου επιτρέψει ο κάτοχός του να το καβαλήσεις για λίγο κι εσύ. Μεγάλη φασαρία για το τίποτα. Ίσως γι΄ αυτό και δεν έμαθα ποτέ μου να κάνω ποδήλατο.
Ευτυχώς υπήρχαν τα παραδοσιακά, ομαδικά παιχνίδια, τα τόσο κατάλληλα για την κοινωνικοποίησή μας. Κατά την περίοδο του θέρους κυρίως, τότε που τα σχολεία παρέμεναν κλειστά κι εμείς δεν μαζευόμασταν στο σπίτι. Κυρίαρχο ήταν το ποδόσφαιρο που όμως εμένα ποτέ δεν με συγκίνησε ιδιαίτερα. Συμμετείχα κάποιες ελάχιστες φορές και μάλλον υποχρεωτικά. Συνήθως έμπαινα τερματοφύλακας, θέση που μου επέτρεπε να χαζεύω ή και να ονειροπολώ ακόμη με αποτέλεσμα να μου βάζουν συχνά γκολ οι παίχτες της αντίπαλης ομάδας. Και τότε αλίμονό μου από τον αρχηγό της ομάδας. Άλλα εξ ίσου δημοφιλή και αγορίστικα αμιγώς παιχνίδια ήταν «Κλέφτες κι Αστυνόμοι» – η μόνιμη αντιπαράθεση καλού και κακού με την παραλλαγή στο ίδιο θέμα «Καουμπόυδες και Ινδιάνοι», «Βεζύρης», «Τσιλίκι», «Μακριά γαϊδούρα», «Πετροπόλεμος», «Μπιζ», «Στάκαμαν», «σβούρες», «βώλους» ή «γκαζές». Βάραιναν οι τσέπες μας και φούσκωναν από τις γκαζές τις οποίες συχνά ανταλλάσαμε μεταξύ μας. Μια μεγάλη γκαζιά ισοδυναμούσε με πέντε ή δέκα μικρότερες, ανάλογα το μέγεθος.
Βγαίναμε το πρωί από το σπίτι και κατ΄ ευθείαν πηγαίναμε στα σημεία συνάντησης, γνωστά και προκαθορισμένα. Ξελυσσάγαμε στο παιχνίδι και δεν μαζευόμασταν πίσω αν δεν ακούγαμε να μας καλεί με το μικρό μας όνομα η στεντόρεια και όλο νεύρα φωνή της μητέρας. Συνήθως μας έκοβε επάνω στην καλύτερη φάση, πλην όμως έπρεπε να απαντήσουμε και μάλιστα με το ευγενικό εκείνο προς εξευμενισμό της «ορίστε καλέ μαμά» ή έστω με την μονολεκτική και αδιάφορη διαβεβαίωση «έρχομαι». Και τότε κατέφθανε εκ μέρους της το απειλητικό και τελεσίδικο «τσακίσου κι έλα εδώ κακομοίρη μου, τώρα αμέσως». Η άμεση συμμόρφωσή μας σε τέτοιου είδους μεσημεριανά κελεύσματα απέτρεπε συνήθως την επιβολή κάποιας ποινής. Στην αντίθετη περίπτωση, εάν την υποχρεώναμε δηλαδή να επαναλάβει το κάλεσμα με αποτέλεσμα, όπως η ίδια έλεγε και ισχυριζόταν να γίνει εξ αιτίας μας ρεζίλι στην γειτονιά ή εάν επιστρέφαμε με τίποτα σκισμένα παντελόνια και κτυπημένοι, μας περίμενε στα σίγουρα η τιμωρία. Και αναλόγως τα νεύρα της η τιμωρία μας ήταν περισσότερο ή λιγότερο αυστηρή, με τις γνωστές κατραπακιές και τα λοιπά συνακόλουθα!
Το μεσημέρι έπρεπε αναγκαστικά να ξαπλώσουμε προς ανάπαυση, με το ζόρι που λένε, κι ας μην μας έπαιρνε ο ύπνος. Ήταν κανόνας απαράβατος. Ξεφυλλίζαμε με τις ώρες τα «καινούργια» περιοδικά που είχαμε ανταλλάξει ή δανειστεί από τους φίλους μας, όπως «Μικρός Κάου – Μπόυ», «Μικρός Σερίφης», «Μικρός Ήρωας», «Κλασσικά Εικονογραφημένα». «Η Μάσκα» απαγορεύονταν δια ροπάλου, κρυφά μόνο μπορούσες να την διαβάσεις, συνήθως στον καμπινέ. Το απογευματάκι βγαίναμε και πάλι στην γειτονιά. Κόβαμε μια φέτα καρπούζι ή παίρναμε ένα τσαμπί σταφύλι από το ξύλινο ψυγείο του πάγου και φεύγαμε τρεχάλα έξω για παιχνίδι. Λίγο ψωμί και τυρί ή μια φέτα ψωμιού αλειμμένη με λάδι και ζάχαρη ή με σκέτο μπελτέ αποτελούσαν επίσης το συνηθισμένο κολατσιό μας. Το βούτυρο και το μέλι δεν «έπαιζαν» και τόσο συχνά. Το ρεπερτόριο του παιχνιδιού κατά τις απογευματινές ώρες και μέχρι το σούρουπο ήταν διαφορετικό. Συμμετείχαν βλέπεις και τα κορίτσια. Παίζαμε από κοινού μαζί τους «τα μήλα», «κυνηγητό», «περνά – περνά η μέλισσα», «μπερλίνα» και βεβαίως «κρυφτό». Πάντοτε υπό το άγρυπνο βλέμμα των γονιών μας, ιδίως όσο νύκτωνε, τότε ακριβώς που αποσπούσαμε επιτέλους μετά από τις πιεστικές γκρίνιες μας την πολυπόθητη μικρή παράταση στο παιχνίδι και το αγιόκλιμα παρέα με το γιασεμί άρχιζαν ξαφνικά να μας πυρπολούν με ριπές μεθυστικές. Μα δεν βαριέσαι, εμείς βρίσκαμε πάντοτε τρόπο να ξεγλιστράμε της προσοχής τους και κρυμμένοι σε σκοτεινές γωνιές να επιδιδόμαστε σε ερωτικές θωπείες και περιπτύξεις, όχι και τόσο παιδικές είναι η αλήθεια. Σημεία και τέρατα κάναμε, κυριολεκτικά κάτω από την μύτη τους, παριστάνοντας τις αθώες περιστερές…
Οι πιο τολμηροί και κάπως μεγαλύτεροι άραζαν στα «μάρμαρα» για κανένα τσιγαράκι. Μυστήριο πώς βρέθηκαν στο χέρσο οικόπεδο πεταμένα το ένα πάνω στο άλλο τόσα πολλά μάρμαρα. Ήταν μεγάλα και ογκώδη διαφόρων χρωμάτων και σχημάτων ατάκτως ερριμμένα. Εκεί λοιπόν κούρνιαζαν οι αμούστακοι θεριακλήδες και έφερναν γύρα από χέρι σε χέρι το αναμμένο τσιγάρο, το κλεμμένο με τρόπο από το πακέτο του πατέρα. Στο τράβηγμα κάθε τζούρας έλαμπε μέσα στο σκοτάδι ως πυγολαμπίδα ή επί το λαϊκότερον σαν κωλοφωτιά, εκείνη η κάφτρα του παράνομου τσιγάρου. Συνήθως στα μάρμαρα σύχναζαν παιδιά που δεν συνέχισαν το σχολείο μετά το δημοτικό. Σταμάτησαν και βγήκαν στο μεροκάματο για να μάθουν και κάποια τέχνη. Οι περισσότεροι μέχρι πρότινος ήταν συμμαθητές μας, καλά και φιλότιμα παιδιά, αλλά σκράπες στα γράμματα. Είχαν φροντίσει από πολύ νωρίς δε, να ξεσηκώσουν όλα τα σουσούμια που κουβαλούν οι λαϊκοί μάγκες, από το περπάτημα μέχρι τους τρόπους. Βιάζονταν πολύ, ήθελαν να μεγαλώσουν μιαν ώρα αρχύτερα, ήταν ανυπόμονοι όπως όλοι μας άλλωστε.
Το χωράφι του Γκρίτση ήταν ένα παραλληλόγραμμο κομμάτι γης αρκετά μεγάλο μεταξύ των γραμμών του τρένου και της λεωφόρου Δημοκρατίας. Κάθε χρόνο ο ιδιοκτήτης του, ένας αρβανίτης από το Μενίδι που είχε και τα περισσότερα μαγαζιά της περιοχής, το έσπερνε σιτάρι. Όταν ψήλωνε και θέριευε προς τον Ιούνιο, ήταν μια καταπράσινη θάλασσα που λες και αναζητούσε τολμηρούς εξερευνητές. Κι εμείς ανταποκρινόμασαταν τόσο πρόθυμα στο κάλεσμά της! Ήταν πιο ψηλό από το μπόι μας. Μπαίναμε μέσα και χανόμασταν. Κάναμε διαδρόμους και εσωτερικές αλάνες. Οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη σκανταλιά μας εκεί συντελείτο. Αθέατοι, καλά κρυμμένοι από κάθε αδιάκριτο βλέμμα, παίζαμε κρυφτό, ξαπλώναμε κατά βούληση, κάναμε βαρελάκια. Ή βγάζαμε από τα κοντά παντελονάκια τα τσουτσούνια μας και τα μετρούσαμε. Άλλοτε πάλι κάναμε διαγωνισμό για να δούμε ποιος κατουράει πιο μακριά. Το μόνο δέντρο που υπήρχε ήταν μια γηραλέα αγκορτσά. Από τα κλαδιά της κρεμάγαμε τα σχοινιά για να φτιάξουμε καμιά κούνια. Και κάθε τόσο σκαρφαλώναμε για να πιάσουμε χρυσόμυγες ή ζήνες όπως τις λένε επίσης. Τις δέναμε με μια κλωστή κι αυτές πέταγαν ανήμπορες να δραπετεύσουν προς την ελευθερία τους.
Μια φορά θυμάμαι με έστειλε η θεία μου η Αγαθή που έμενε ακριβώς δίπλα στο χωράφι, με την παρότρυνση μάλιστα και της μητέρας μου, να μαζέψω μερικές καβαλίνες για τον μπαξέ της. Υπήρχε από μέρες εκεί ένα γάιδαρος, μετά βεβαίως τον θερισμό, που έβοσκε δεμένος σε μιαν άκρη την ξερή καλαμιά. Κάτι έπαθε όμως το ζωντανό όταν πλησίασα με το κουβαδάκι μου, αγρίεψε, έκοψε την τριχιά κι άρχισε να με κυνηγάει. Το έβαλα στα πόδια αλλά από την τρομάρα μου σκόνταψα κι έπεσα κάτω. Με έφτασε, ήλθε από επάνω μου και επιχείρησε να με δαγκώσει. Γύρισα από ένστικτό ανάσκελα και με τα δύο χέρια μου έσπρωχνα τα φοβερά σαγόνια του. Μάταια προσπαθούσα να τον απωθήσω. Είδαν την σκηνή από τις γύρω αυλές και τις βεράντες οι γυναίκες που το είχαν ρίξει στο βελονάκι ταυτόχρονα με το σύνηθες απογευματινό λακριντί, κι έβαλαν τις φωνές. Σαν σε όνειρο θυμάμαι ότι έβλεπα την μανούλα μου να έρχεται αλαφιασμένη προς το μέρος μου. Ακόμα έχω στ΄ αυτιά μου τον ήχο της καλαμιάς από το δικό της τρέξιμο. Μόλις έφτασε σε απόσταση ενός μέτρου κατέρρευσε, δεν την κρατούσαν πλέον τα πόδια της. Ευτυχώς ο γάιδαρος τρόμαξε και απεσύρθη ησύχως χωρίς να με βλάψει. Με άρπαξε στην αγκαλιά της τρέμοντας σύγκορμη από την αγωνία και με φιλούσε. Στο μεταξύ κόσμος πολύς μαζεύτηκε. Για ώρα έλεγε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του. Εγώ πάντως φτηνά την γλίτωσα.