Αντιγράφω (sic) από σχόλιο –σε σχετικό ιστότοπο- για ελληνικό παραθεριστικό ξενοδοχείο. Γάλλος ο επισκέπτης, γράφει στη γλώσσα του – και μεταφράζει όχι ο Τσίπρας, αλλά το Google, κάτι που ενίοτε δεν διαφέρει ιδιαίτερα:
«(Μεταφράστηκε από το Google) Σε γενικές γραμμές αυτό το ξενοδοχείο εξακολουθεί να είναι εντάξει, αλλά ήμουν απογοητευμένος από τη σύζυγό μου και κλινοσκεπάσματα από ένα 5 αστέρων. Στρώμα πάρα πολύ σκληρά. Επίσης πολύ κακή ηχομόνωση σαν ένα κτήριο της δεκαετίας του ’50.
Τα υπόλοιπα είναι ΟΚ, θέση ωραία παραλία. Υπηρεσία δεν ορθότερη. Συνολική Βαθμολογία 2 5/5.
(Αρχικό κείμενο) Dans l’ensemble cette hôtel reste pas mal mais j’ai été déçu ainsi que mon épouse par la literie loin d’ un 5 étoiles. Matelas trop dure. De plus insonorisation très mauvaise comme dans un immeuble des années 50.
Pour le reste c’est correcte, emplacement bord de mer sympa. Service correcte sans plus. Note global 2, 5/5.»
Στα γαλλικά, ο τουρίστας δηλώνει ότι απογοητεύτηκε, όπως και η σύζυγός του, από τα κλινοσκεπάσματα του ξενοδοχείου. Στα ελληνικά, παραδέχεται ότι απογοητεύτηκε από τη σύζυγό του και τα κλινοσκεπάσματα.
Είναι μάλλον εμφανές ότι έχουμε ενώπιόν μας ένα παράδειγμα του πώς ο καλός μεταφραστής μπορεί να βελτιώσει το αυθεντικό. Αυτό είναι συχνό σε ορισμένους, όπως ας πούμε ο φίλος μου ο Βασίλης, για τον οποίον λέγεται προσφυώς (από μένα) ότι οι μεταφράσεις του είναι καλύτερες των πρωτοτύπων. Προσοχή: δεν είναι δικά του έργα, παραμένουν κείμενα του κάθε μεταφραζόμενου συγγραφέα. Γίνονται, όμως, όπως ο συγγραφέας θα ήθελε να τα είχε γράψει.
Εν προκειμένω, ο Γάλλος φίλος μάλλον δεν θα ήθελε να δημοσιευθεί όπως μεταφράστηκε, εκτός αν είχε αποφασίσει να πάρει διαζύγιο ή να υποστεί τη μουρμούρα του αιώνα. Πιθανότατα, όμως, με την ψυχή του αυτό θα ήθελε να γράψει. Πήγε στο πεντάστερο με τη σύζυγό του και η τελευταία τον απογοήτευσε (η γυναίκα του ενδεχομένως αισθάνεται το αντίστροφο – ίσως με τα δίκια της κι αυτή). Τι να κάνει ο άνθρωπος, δεν άντεχε να μην εκφραστεί (και με την κατά Βενέζη έννοια), αλλά δεν τολμούσε να το κάνει ωμά και «τα έριξε» στα κλινοσκεπάσματα.
Σκεφθείτε τώρα, αν δεν τολμάς να πεις ότι σε απογοήτευσε ο άλλος, πόσο δύσκολο είναι να παραδεχθείς ότι σε απογοήτευσε ο εαυτός σου. Αν δεν προσφέρονται τα κλινοσκεπάσματα να κατηγορήσεις, θυμάσαι πού είχε πάει ταξίδι πριν από τριάντα χρόνια ο πατέρας του –δικού σου σημερινού- μεσάζοντα, τι κακός που είναι ο καπιταλισμός, πόσες γκέλες έχει κάνει ο στόπερ της ομάδας σου. Το μόνο που δεν θυμάσαι είναι τι έταζες. (Το πόσα παίρνεις το θυμάσαι, γιατί τα χαίρεσαι.)
Ισχύει και για ψηφοφόρους. Ας αφήσουμε τα κλινοσκεπάσματα και τα διάφορα papers με ονόματα ευπόρων που λειτουργούν ως φερετζέδες της πολιτικής απάτης. Και ας χτυπήσουμε απλώς το κεφάλι μας στον τοίχο.
Η κλινοστρωμνή μια χαρά ήτανε.