31 Οκτωβρίου 1912. Ένας ηθοποιός και σεναρίστας από το Κεντάκι, που ανακάλυψε την σκηνοθεσία στα τριάντα του, ονόματι Γκρίφιθ, έχει χωρίσει από την γυναίκα του, την ηθοποιό Λίντα Άρβινσον και στήνει ένα φιλμάκι δεκαοχτώ λεπτών, μια μπομπίνα όλη κι όλη, για την εταιρεία Biograph. Πρωταγωνιστεί η φοβερή Λίλιαν Γκις και θέμα της είναι ο έρωτάς της με έναν μουσικό που τον έχουν κατακλέψει και η υπόθεση μπλέκεται στον εμφύλιο πόλεμο δύο συμμοριών στην ανατολική Νέα Υόρκη.
Ο αρχηγός της μίας συμμορίας, ο μετέπειτα γνωστός ως Σνάπερ Κιντ, την γουστάρει, αλλά το ειδύλλιο δεν έχει συνέχεια. Αυτό το φιλμάκι, είναι η πρώτη γκαγκστερική ταινία. Έτσι έκριναν οι γνώστες, αφού ξετίναξαν πολλών ετών φιλμάκια της εποχής.
Ο αινιγματικός του τίτλος, μόνον με την συνδρομή ενός μεταφραστή του 19ου αιώνα μπορεί να γίνει κατανοητός στο ελληνικό κοινό: «Οι σωματοφύλακες της ατραπού των Χοίρων» ή καλύτερα «μπαμ και μπουμ στα τσαμούρια».
Η επιτυχία ήταν απροσδόκητη και καταιγιστική. Έως τότε, στα αλισβερίσια μεταξύ αστυνομίας και παρανόμων, η οπτική του κινηματογράφου ξεκινούσε πάντοτε από την ματιά του αστυνόμου. Οι παράνομοι δεν ξέφευγαν από την καρικατούρα. Ήταν πάρα πολύ κακοί, τους άξιζε πάρα πολύ ο θάνατος και η κρεμάλα.
Στην ταινία αυτή, η Λίλιαν Γκις λέει συνειδητά ψέμματα στην αστυνομία για να γλυτώσει τον Σνάπερ Κίντ, αν και δεν θέλει να ανοίξει μαζί του σπιτικό. Κι έτσι, το σινεμά, ως έβδομη τέχνη, έγινε πεδίον δόξης λαμπρόν υπέρ των «διαφορετικών». Οι υπόλοιπες έξη τέχνες είχαν υποταχθεί από καιρό στην λογική αυτή.
Αλλά οι Αγιάννηδες, οι ιππότες των ορέων, οι Ζορρό και οι Ρομπέν των Δασών μόλις βγήκαν στην οθόνη, έγιναν οι πιο συμπαθητικοί ήρωες. Οι γκαγκστερικές ταινίες, ακολούθησαν επί μερικές δεκαετίες τις ηθικές επιταγές της καθωσπρέπει αυτολογοκρισίας και οι ήρωές τους στο τέλος έπεφταν νεκροί κάτω από τις έντιμες σφαίρες της καταστολής, ώσπου, στο τέλος του εξήντα, άρχισε να τυποποιείται η ατιμωρησία του «εγκληματία», πράγμα που σήμερα είναι κανόνας.
Όπως κάθε ισχυρό σεναριακό πρότυπο, έτσι και ο «γκαγκστερισμός» λειτούργησε υπέρ του αντικειμένου που υποτίθεται ότι κατέκρινε. Το κοινό του εικοστού αιώνα είχε μια παθολογική αγάπη προς κάθε θεωρία συνωμοσίας. Οι τροφοδότες του, αυτοί που έβαζαν το κάρβουνο σε αυτήν την ατμομηχανή, καλλιέργησαν επί έναν αιώνα την άποψη ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σε καλούς και κακούς που έχουν στόχο να αλληλοσφάζονται.
Ποτέ δεν παρουσιάστηκαν στην οθόνη οι εργολάβοι και οι επενδυτές που προκαλούσαν την διαφθορά στην αστυνομία και το γιγάντωμα των συμμοριών, κι όταν παρουσιάστηκαν,τους εξόντωνε κάποιος υπερήρωας κατά περίπτωση. Αλλά τα πρότυπα των γκάγκστερς ήταν πανίσχυρα. Και γρήγορα μετεξελίχτηκαν σε κάτι διαφορετικό. Τα σύνορα μεταξύ συμμορίας, ομάδας πίεσης, εξέγερσης αδικημένων, ρατσιστικής αδικίας και λόμπι, μπερδεύτηκαν με γνωστές συνταγές. Με την βοήθεια των στερεοτύπων των γουέστερν και της ερωτικής συζυγίας «πλουσιοκόρη-φτωχός εραστής» κάθε σφαίρα από κινηματογραφικό όπλο ήταν σταλμένη κι από μέρος των θεατών.
Κι από τότε, ξεκίνησαν όλα…
Κι όλο αυτό εγράφη για να μη σας πρήζω με σύγχρονες συμπεριφορές των χαζοβιόληδων που παίζουν τους επιθετικούς και τους υπεράνω.