Ένα ποτήρι στης κυρά Ζωής
25-05-2020

Έμαθα έναν θάνατο που έμενε πέντε σπίτια μετά το εκκοκιστήριο Εφαρμοστίδη και ήταν ένα γειτονόπουλο ξεχωριστό, συμμαζεμένο, με ασθενική φωνή, αφιερωμένο στο σκάκι, άριστο των αρίστων, που έφυγε Αμερική, πρόκοψε και πριν λίγα χρόνια, όταν έμενα Παγκράτι, βρήκε τον τρόπο να βρεθούμε και για μήνες συναντιόμασταν όπου άντεχαν τα πόδια μου και χανόμασταν σε ατέρμονες, ουσιαστικές συζητήσεις.

Ποτέ δε μου ανέφερε πως ήταν καθηγητής.. Ζήτησε με ευγένεια να γράφει, όποτε μπορούσε, με ψευδώνυμο, μερικές γραμμές στο Cloud και καταχάρηκε όταν ο εκδότης συμφώνησε. Η υγεία του ήταν προφανώς κλονισμένη και συνέπεσε η παρουσία του με την πάλη του Γούφα με τον Θάνατο..

Είχαμε φύγει από τα Γιαννιτσά ίδια εποχή, στα Ιουλιανά κι ώς την Φιδήκ.

Με το ζόρι κρατιόμασταν στις χρωμιωμένες πολυθρόνες του Utopia, Αντήνορος και Ιοφώντος, εκεί που έκλεινα τα ραντεβού μου, κι ευτυχώς, θυμόμασταν υπό διαφορετικές γωνίες την παδικότητά μας, οπότε την συμπληρώναμε συντροφικά.

Ήταν προφανές πως είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο συγγενικό, βαρυφορτωμένο από τα «αγαθά» μπούλινγκ με τα οποία ήταν έμφορτα τα Γιαννιτσά της δεκαετίας του πενήντα, τα στηριγμένα στο φυζίκ του Άλλου, στον τρόπο εκφοράς του Λόγου του ή και άνευ λόγου και αιτίας. Απλώς κάθε μέρα ήθελε αν όχι έναν χρυσό μόσχο, τουλάχιστον ένα χρυσό ποντίκι να καταθέσει την Ύβρη του.

Τελικά, η λύση που διαλέξαμε ήταν ακριβώς η ίδια: έπρεπε να μη μας νοιάζει. Το χαστούκι στο ένα μάγουλο έπρεπε να επαναληφθεί στο άλλο. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Μπροστά μας ήταν ένας αποτρόπαιος κατάλογος συντοπιτών που βούλιαξαν στην καταλαλιά και στην περιφρόνηση, επειδή κοίταξαν «κάπως» τον βασανιστή τους.

Ήμασταν απλώς συγκινημένοι. Ήμουν πάντοτε ο Κεφάλας, ο Πανούκλας-Χολέρας, ήταν πάντα ο Παλαμίδας επειδή είχε αχνογραμμένα τα φρυδάκια του.

Του θύμισα πως ένα γειτονάκι που κατοικούσε ανάμεσά μας, ενώ όλη η παρέα βούταγε κατακέφαλα στη μάζα με τα μπαμπάκια, πριν πιεστούν και συρματωθούν, ήτοι ο Πέτρος ο Μυτιληναίος, ένα καλό παιδί που το λοιδωρούσαν ως τον Πέτρο τον Ντικ τον Αυτιάρα,  βούτηξε μαζί μας και δεν τον είδαμε να βγαίνει.

Καθώς τα μπαμπάκια («μπαμπάτσα» κατά το παιδικό άσμα) ήταν η μοναδική, η ατίμητη πισίνα της Μαύρης Κόλασης, παρά την επίπλαστη λευκότητα, οι χεροδύναμοι σταυρωτήδες μας τρόμαξαν και λάκκισαν, αλλά τον Πέτρο μαζί με τον Τάκη τον εβγάλαμε μαζί στο αεράκι και τον πήγαμε απέναντι στην κυρά Ζωή να πιεί ένα ποτήρι νερό. Ναι, ήταν στα πράγματα ο Παπάγος και τα στρατά με εγγλέζικη στολή και κατάλευκο στουπέτσι στις γκέτες, τραγουδούσαν το «έχω μια αδελφή» με την επωδό «έξω βουργαριά, ουστ!», από άλλο εμβατήριο.