Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη
21-06-2020

Να δηλώσω πως όσο ο Σύριζα συγκυβερνούσε με τους Ανέλους, οι προσπάθειες του Μητσοτάκη ήταν σαν των Τρώων, διότι ο Καμένος ήταν καθαρόαιμη δεξιάντζα που εμπιστεύονταν οι δεξιοί και έτσι, ό,τι σοφίζονταν ο Καρτερός ήταν μπενάκης βγενάκης στα δεξιά αφτιά. Τώρα που ο Σύριζα έμεινε κοιλάρφανος, πρέπει να πλάσει δική του αφήγηση, πράγμα δυσχερές ακόμη κι όταν του πρωθυπουργού του πέφτει το κιπά σε κρίσιμη στιγμή.

To σποτ του Σύριζα, ρίχνει το βάρος σε μία προφανώς πληρωμένη τσίμα-τσίμα δημοσιογράφο που δεν θα παίνευε ποτέ τον «Κυριάκο της», όση χρηματοβροχή κι αν έρριχνε. Το πολύ πολύ θα μάζευε όσο «χαρτί» μπορούσε και θα το πήγαινε στον προϊστάμενό της. Διότι εάν η εμπειρία σου απο εφημερίδες είναι η «Αυγή» και η «εφημερίδα των Συντακτών», δεν έχεις πάρει χαμπάρι πως δουλεύουν οι δημοσιογράφοι ή οι συνεργάτες, σε αυτήν την συμπαθή πλέον, μπαγιατεμένη και ελάχιστης επιρροής επικοινωνιακή ομελέτα.

Δούλεψα σε πέντε εφημερίδες, χώρια τα ραδιόφωνα, κοντά εικοσιπέντε χρόνια. Συνάντησα δύο ιδιοκτήτες εφημερίδων, περισσότερους διευθυντές και ελάχιστους συναδέλφους γραφιάδες, λόγω φαξ και μηνυμάτων. Αφοσιωμένος μπλοκάκιας -μια απόπειρα προ αιώνων να αποκτήσω ασφαλιστική ταυτότητα, πάτωσε, διότι αντιλήφθηκα πως ευκολότερα θα με χειροτονούσαν αρχιεπίσκοπο των νήσων Σολομώντος, εμίρη Τασμανίας και πνευματικό ταγό των Ταμίλ, παρά υπάλληλο. Πενήντα χρόνια μπλοκάκι ή συνεργασία, μόνον τρεις άνθρωποι σκέφτηκαν αυτονοήτως πως μου έπρεπε μια ασφάλεια -εξαιρώ τις δύο περιπτώσεις που δούλεψα για το Δημόσιο, ως ορκισμένος εννοώ. Αλλοιώς, κι εκεί μπλοκάκι.

Τα «είκοσι εκατομμύρια» είναι μια ολόλαμπρη πυγολαμπίδα. Έχει να κάνει με την αναμενόμενη στέρφα γή του τοπίου της επικοινωνίας, λόγω της Ύφεσης, που ακόμη, συγγνώμη που το λέω, δεν την πήρατε είδηση, μήτε πρόκειται. Το ζήτημα δεν είναι που ο Σύριζα δεν έχει υποστήριξη των κλασικών Μέσων- πείτε μου πότε είχε, για να ηρεμήσετε. Μήτε αυτοδιοικητική ευμάρεια του έτυχε ποτέ -κι αυτό κατανοητό. Θέλει τέχνη να προσεταιριστείς έναν εφημεριδά, έναν πολυεπιχειρηματία, έναν βεριτάμπλ εκδότη, τέχνη που νομίζεις ότι ασκούν νοσηρά παράκεντρα και λυωμένοι από τις απάτες υποκοσμικοί γκαγκάου. Κι αν, μετά δεκαετίες, όταν η γενιά μου δεν θα υπάρχει,υπάρξει πρωτοσέλιδο που καμπανίζει «το 2020 επιχειρήθηκε, ρίχνοντας ένα ή δύο εκατομμύρια ευρώ να αλλάξει ή να κατοχυρωθεί ένα νεόκοπο, δεξιοδεξιό φρόνημα στην Πολιτική» όσοι ζωντανοί, μη σταυροκοπηθείτε διότι σας έπεισαν πως η ιστορία αφορούσε είκοσι εκατομμύρια.

Για να δώσω ένα απλό, ευαγές παράδειγμα λέω να σας ταξιδέψω Βούλγαρη-Σφαγεία ή Κολιάτσου-Παγκράτι μέσω Βαγδάτης. Στην Ελλάδα η «χρήση γης» είναι ανέκδοτο, κάτι σαν «χρήση προφυλακτικού». Ο κτίζων κτίζει όπου πουλάνε οικόπεδα, αλλά όχι υπό περιορισμούς. Θα στήσει μαγαζιά, και διαμερίσματα και αν βολεύει θα υπάρχει στο ισογειο μια τράπεζα ένα σουπερμάρκετ ή ο κρίκος μιας αλυσίδας. Ο δρόμος όπου κείται το κτίσμα ακυρώνεται από πρωινούς τριπλοπαρκαρισμένους. Οι νέοι μαγαζάτορες, έτσι και βάλεις πασαλάκι, ενεργούν για να καταργηθεί, διότι στόχος είναι το τετραπλό πολυπαρκάρισμα. Πάνω στο χάχατο και στο σύστριγγλο, όλο και κάποιος, αθώος του αίματος, αλλά διαβοήτου ελαφρότητος του είναι, θα δεχτεί να του μπήξουν μια ιδέα, δημοφιλή στο Μπέβερλι Χιλς, στο Ντουμπάι ή στο Μοστάρ (κάπως μακριά από τον κήπο των εκτελεσμένων).

Αυτή είναι η κατάσταση, θυμιατισμένη και ευλοημένη από την αρχαία πρωθυπουργική ρήση «αυτή είναι η Ελλάδα» ή με το ρητορικο της έκδοχο «αυτό είναι μακέτο;»

Α, και να κλείσω αυτό το κεφάλαιο διαβεβαιώνοντας το μικρό κοινό μου πως κανένας εκδότης δεν προσλαμβάνει με κομματικά κριτήρια, διότι θέλει και να πουλήσει κανένα φύλλο. Ψοφάει για κάποιον τραβηχτικό.

Ό,τι έδωσε ο επί του Τύπου Πέτσας ή όποιος άλλος, είναι βούτυρο στο ψωμί παντός αντιφρονούντος: «πάρε τόσα, αλλά θέλω υπουργική ή υφυπουργικη παρουσία κάθε μέρα, περιφρονητική χροιά φωνής εκφέροντας τη λέξη «Σύριζα», σαν ραδιοφωνικό αντικομμουνιστικό μυθιστόρημα του Τάσου Αθανασιάδη και προβολή των κυβερνητικών σχεδίων συνοδευόμενο από φωτογραφία του Πολάκη να ρεύεται».

Ο Σύριζα, ας κόψει τα σποτάκια και κυρίως ας κόψει την πολιτική μονοκαλλιέργεια. Έχω ξαναθυμίσει την ευφυά πολιτική του στον καιρό του Σαμαρά, τότε που έπαιρνα μέρος σε εκδηλώσεις, στρογγυλά τραπέζια και διαλόγους με ανθρώπους που ήταν ολόθερμα Συριζαίοι, αλλά δεν το έκαναν βούκινο. Το αντίθετο θα έλεγα. Τους θεωρούσα αορίστως «συμπαθούντες» αλλιώς θα έλεγα απλά ένα «όχι».

Και ως μπαγιατεμένος ρήτορας, συνεχίζοντας εκείνο το «Εt preterea censeo Carthagodelendaest» θα έκλεινα τον δεκάρικο με το εμμονικό «Ύφεση και ροκανίδια, μάγκες πιάστε τα γιοφύρια» και λοιπά και λοιπά.