Ένας ήσυχος άνθρωπος, ο πατέρας μου
19-06-2018

Ο πατέρας μου ήταν το όγδοο παιδί της οικογένειας και η κρυφή αδυναμία του Βλάμη, του παππού μου και αγροφύλακα του χωριού Κήποι. Παρότι είχε ήδη τέσσερις γιους, με τον μεγαλύτερο να υπηρετεί στον στρατό όταν απόκτησε τον βενιαμίν, συνήθιζε να αναφέρεται τρυφερά σ’ αυτόν με την φράση: «το αγόρι μου». Επόμενο ήταν λοιπόν ο πατέρας μου να έχει ως κύριο προσωνύμι το «αγόρι». Και ως δεύτερο, το αναμενόμενο «βλαμάκι». Νονός του ήταν ένας επιστήθιος φίλος του παππού από το διπλανό χωριό, τις Σπηλιές, ο Κώστας Παπαρήγας, ένα είδος κομψού δανδή με τσιγκελωτά μουστάκια, τον θυμάμαι καλά. Βάφτισε μάλιστα και τον πρωτότοκο αδελφό μου.

Στην εφηβεία του, λένε, πως για τα δεδομένα της εποχής και του χωριού, ο πατέρας μου υπήρξε, «επαναστάτης χωρίς αιτία». Κυκλοφορούσε «με το ζωνάρι λυμένο». Παρέα με τους συνομηλίκους του αγυιόπαιδες έκανε διάφορες φασαρίες για ψύλλου πήδημα, κυρίως στα τοπικά πανηγύρια, προφανώς γιατί έβραζε το αίμα τους. Με δυο λόγια είχε την φήμη του μάγκα και νταή. Διόλου απίθανο, αφού κατάφερε να «κλέψει» την μητέρα μου, με την θέλησή της, βεβαίως. Ήταν εξαιρετικής ομορφιάς και μοναχοκόρη, ανάμεσα σε έξι αδέλφια τα οποία, δυστυχώς δεν τον ήθελαν για γαμπρό. Έτσι το καλό το παλικάρι βρήκε άλλο μονοπάτι. Αφού εξασφάλισε την συγκατάθεση της γιαγιάς μου της Μαριγάρας, προχώρησε στην αρπαγή της κόρης. Ο παππούς μου ο Γιάγκος είχε δολοφονηθεί εν ψυχρώ στις 31 Ιουλίου του ’45, λίγους μήνες πριν την απελευθέρωση, κυριολεκτικά σαν το σκυλί στ’ αμπέλι και συγκεκριμένα στην τοποθεσία Σταχτί από έναν Γερμανό λιποτάχτη, μάλλον Λευκορώσο, όπως έγινε κι επίσημα γνωστό, που ανήκε στην μονάδα στρατευμάτων κατοχής της Κύμης. Και τα μεγαλύτερα αδέλφια της μητέρας μου ήταν σκορπισμένα εδώ κι εκεί, μόνο οι δύο μικρότεροι παρέμεναν στην οικογενειακή εστία. Το παράνομο ζευγάρι βρήκε καταφύγιο σε συγγενείς του πατέρα μου στο απέναντι καφαλοχώρι, τον Οξύλιθο και δύο μέρες μετά, στις 12 Σεπτεμβρίου του ’50 έγινε ο γάμος. Την ίδια ημέρα, κατά τα συμφωνηθέντα, το ζευγάρι μετέβη στην Αθήνα – ήταν ρητή υπόσχεση και προϋπόθεση για την συναίνεση της νεάνιδος στο εγχείρημα της «αρπαγής», της μέγιστης και τελευταίας ανδραγαθίας του πατρός – όπου κι εγκαταστάθηκε στην συνοικία των Αγίων Αναργύρων. Μετά ήλθαν τα παιδιά κι η καθημερινή μάχη της επιβίωσης. Τότε θα πρέπει να συντελέστηκε βαθμιδόν και η μεταστροφή του σε φιλήσυχο οικογενειάρχη.

Στα χρόνια του εμφυλίου, αν και αριστερών πεποιθήσεων και παρότι για ένα φεγγάρι είχε «ανεβεί στο βουνό», κατατάχθηκε στον εθνικό στρατό. Τον έστειλαν να υπηρετήσει για σαράντα μήνες στην πρώτη γραμμή πυρός, Γράμμο – Βίτσι με την χειρότερη δυνατή ειδικότητα, αυτήν του αγγελιοφόρου. Παρά τις πιεστικές ερωτήσεις μου, για το αν ο ίδιος είχε υποχρεωθεί, έστω και αμυνόμενος, να σκοτώσει άνθρωπο στις εφιαλτικές εκείνες αδελφοκτόνες μάχες, ποτέ του δεν παραδέχτηκε κάτι τέτοιο. Κάθε φορά θύμωνε και κοφτά μου έλεγε: “Δεν ξέρω, δεν μπορώ να ξέρω, πάψε να με ρωτάς”. Τότε ήταν, σ’ εκείνο το καμίνι του εμφυλίου, που ο αγρότης έμαθε την τέχνη του κουρέα. Σίγουρα, στην αρχή τουλάχιστον, σε βάρος των πρόθυμων συναδέλφων του που ήθελαν να κουρευτούν και να ξυριστούν. Από αυτήν την τέχνη, πάντως βιοπορίστηκε μετέπειτα η οικογένειά του.

Μεγαλώνοντας θυμάμαι έναν πολύ ήσυχο και διακριτικό πατέρα. Ποτέ δεν με μάλωσε, δεν σήκωσε χέρι επάνω μου, δεν μου είπε λόγο πικρό. Ήταν μετρημένος, ολιγόλογος κι απόφευγε τις διαχύσεις. Καταλάβαινα όμως, ότι μου είχε μιαν ιδιαίτερη αγάπη, έναν κρυφό θαυμασμό κι αυτό μου έφτανε. Δεν διεκδικούσε μερτικό από την αγάπη μας, εμένα και του αδελφού μου, που μονοπωλούσε η μητέρα. Έπιανα όμως πάντοτε το βλέμμα του επάνω μου να με κοιτάζει όλο στοργή και τρυφερότητα. Μία από τις πρώτες εικόνες μου, η δεύτερη ίσως, είναι όταν ήμουν νήπιο. ‘Ενα καλοκαιρινό βράδυ θέλησα να κατουρήσω. Ανέλαβε, κατ’ εξαίρεση να με βοηθήσει, αλλά δεν με οδήγησε στον εξωτερικό καμπινέ – έτσι το λέγαμε τότε ή «μέρος». Προτίμησε να πάμε στην άκρη της αυλής κι εκεί αφού ξεκούμπωσε το παντελονάκι που φορούσα μου είπε, πως μπορούσα να ανακουφιστώ με την ησυχία μου, πιτσιλώντας τον μαντρότοιχο. Στάθηκε ξεροβήχοντας, όπως το συνήθιζε, λίγο παράμερα στραμένος προς τον δρόμο, σαν ανήσυχος λύκος κάτω απ’ το φεγγάρι που προστατεύει περήφανος το κουτάβι του. Υπήρχε κάτι απαλό στην ατμόσφαιρα, μια ιερή συνωμοτικότητα μεταξύ ανδρών, έτσι το καταλάβαινα. Ο γλυκός μου πατέρας! Κι όπως αθόρυβα έζησε, έτσι αθόρυβα έφυγε. Ο θάνατος της μητέρας, της αγαπημένης του Λούλας, είχε προηγηθεί κατά πέντε χρόνια. Και ναι, το ξέρω καλά, ήταν ερωτευμένος μαζί της, μέχρι τέλους.

 

Υ.Γ.
Αν μπορούσα να επιλέξω, στο λέω Νικολάκη, εσένα θα ήθελα και πάλι πατέρα μου.