Σφραγιδόλιθοι παλαιών πολιτισμών, σε δαχτυλίδια ή σφραγίδες. Κομψές, περίτεχνες ταυτότητες. Μετά την πρόσφατη αποκατάσταση ενός, από τάφο της Πυλίας χώρας, βγαίνει στην ιστορία της τέχνης, αθώος πάσης υπόνοιας, ένας ήρωας σε μάχη. Γνήσιος, με άκρα ασφάλεια.
Μινωίτες, ή πώς τους έλεγαν.
Οι γυναίκες τους, όταν δεν χορεύουν ή μαγεύονται από κρόταλα και ζίλιες, είναι βαθύζωνες, με τους μαστούς να ατενίζουν την Σελήνη, με ποδήρες φίνο ύφασμα που φανερώνει ύφανση από περίτεχνο λινάρι.
Άνδρες ζωσμένοι ένα και δυο σπαθιά κι ένα περίζωμα, όχι από ντροπή, αλλά για να φυλάνε τα αιδοία τους από ατυχήματα. Ξέρουν να τα χειρίζονται, ενίοτε κορυθαίολοι, αλλά γυμνοί.
Και οι ταύροι ,παντού. Και κυνήγια. Και σπαθωτά πλεούμενα.
Θυμήθηκα τα δυο στιλέτα στο μεσογειακό μπαρόκκο των μονομαχιών.Και τους Γαλάτες που πέταγαν με περιφρόνηση τα στολισμένα σουσάνια τους για να χτυπήσουν την οργανωμένη οίηση των λαών που διέθεταν στάδια, θέατρα και τείχη, μόνοι, με την σπάθα τους. Και το στόλισμα των σωμάτων στις αφρικανικές και αμερικανικές φυλές που «εκπολιτίστηκαν» ή «εκπολιτίζονται» από λαούς που επιμένουν να λένε «ειδωλολάτρες» του προγόνους τους, αυτοί που σήμερα βρίσκονται καταμεσής σε λιτανείες, κέλτικα συνήθεια, νοσταλγία σε Δρυίδες, τάματα και ανιστόρηση του κάτω κόσμου ως σύναξη δρακουλινιών. Διαιρεμένων σε κολασίτες και παραδεισιανούς.
Οι Μινωίτες, διακριτοί ανάμεσα σε αντιπάλους κρυμμένους με ψάθινες ασπίδες και ενίοτε οκτώσχημα σκουτιά, τσακίζουν τις παρατάξεις τους , επιστρέφοντας το σάστισμα που προκαλούσαν θαλασσοκρατούντες , σάστισμα που ακυρωνόταν, από τον τρόπο που τους μάθαμε: μια ασύλληπτη Κνωσσό, στόλους και πανηγύρεις ταύρων και θυσιών, εικόνα εμποδισμένη από πονηρά «συμπληρώματα» στις τοιχογραφίες τους και από την μανιφατούρα πλαστών ευρημάτων που έγιναν εθιμικά, χάρη στην ζέση των συλλεκτών και στον Έβανς.
Στο μουσείο του Ηρακλείου, γελούσα με ευδαιμονία, βλέποντας τα κατορθώματα τεχνουργών που προφανώς γελούσαν επίσης ενάντια στην ζωή, για να κλονίσουν την ιεροσυλία των καιρών. Και όταν πρωτομπήκα στην Κνωσσό, αναρωτιόμουνα δύσθυμος ως πότε θα σφύζει στο πιο άκαιρο σημείο, στα πρόπυλά της, η αυθαίρετη ανάδρομη σημερινή ζωή πέραν των φραγμένων αρχαιοτήτων και τα μπετά στις αποκαταστάσεις.
Έχουν σωθεί διηγήσεις από την αρχαιότητα, έχουν επισημανθεί επιρροές, ακτινωτά και κάτω από ηφαίστεια,έχουν πλαστεί θεωρίες, ώσπου ο πολεμιστής που βυθίζει το ξιφάρι του στο ηλιακό πλέγμα του Άλλου, να παραδοθεί, καθαρμένος από την μούργα του Χρόνου, στα αδοκίμαστα, παιδικότατα και κακεντρεχή μάτια μας.
Ο Μινωικός κόσμος ζητά τον φιλομινωισμό του δηλαδή, Αφήγηση. Μπάστα με τα «ιερά» και τους «καθαρμούς» και τους «πρίγκηπες» και τις «θεές» ,υπό ακατάσχετο σπλήν.
Αυτό που γεννήθηκε στη Λευκή θάλασσα, καιρός να ονοματιστεί, να συναξαριστεί, να γίνει το σύμβολο της παρουσίας ενός πολιτισμού που σε αφήνει άγλωσσο και δακρυσμένο.