Άραδος
13-11-2020

Yπάρχουν τρεις Πιερίες: η εν Ολύμπω ορφική, η Πιερική Λεκάνη, στο όρος Σύμβολο νότια του Παγγαίου, όπου «Φάγρης, Γαληψός, Απολλωνία, πάσαι πόλεις» από την εκβολή του Στρυμόνα έως την Θασιακή Περαία και η εν Συρία Πιερία, ένας Μακεδονικός εποικισμός με πόλεις που έδειχναν νοσταλγία κοιτίδων ή δόξα των Επιγόνων.

Η διπλή μετακόμιση με κοινά χαρακτηριστικά ( πλησιόχωρα δάση για άσκηση ναυπηγικής, μεταλλεία χρυσοτόκου κοιτάσματος ή άμμου, παραλιακή θίνα) έδειχνε πως οι Πίερες δεν σαλαγουσαν απλώς πρόβατα «κακώς πολεμούντες» αλλά ήξεραν από πλουτοπαραγωγικες πηγές και εμπόριο.

Ανάμεσα σε φοινικικό περιβάλλον και ιστορικές προσχώσεις, τα αρχεία των Φαραώ αναφέρουν την πυκνοκατοικημένη βραχονησίδα που διέθετε επίνειο και διατηρείται ακόμη, ανκαι η Ιστορία της παύει τεχνικά μετά από την συντριβή Ναϊτών ιπποτών από Μαμελούκους το 1302. Λεγόταν Άραδος, σήμερα Arwad.

Κατά τον Στράβωνα (16ο βιβλίο) άντεξε τις περισσότερες απειλές, χάρη σε ένα πλοίο φορτωμένο κενά αγγεία που γέμιζαν πόσιμο νερό από μια υποθαλάσσια πηγή κοντά στο λιμάνι της: ἐν δὲ τοῖς πολέμοις ἐκ τοῦ πόρου μικρὸν πρὸ τῆς πόλεως ὑδρεύονται πηγὴν ἔχοντος ἀφθόνου ὕδατος εἰς ἣν περικαταστρέφεται κλίβανος καθεθεὶς ἀπὸ τοῦ ὑδρευομένου σκάφους, μολιβοῦς, εὐρύστομος, εἰς πυθμένα συνηγμένος στενὸν ἔχον τατρῆμα μέτριον͵τῶ ιδὲ πυθμένι περιέσφιγκται σωλὴν σκύτινος, εἴτε ἄσκωμα δεῖλέγειν, ὁδε χόμενος τὸ ἀναθλιβόμενονἐκτῆς εἴτε ἄσκωμα δεῖ λέγειν͵ ὁ δεχόμενος τὸ ἀναθλιβόμενον ἐκ τῆς πηγῆς διὰ τοῦ κλιβάνου ὕδωρ. τὸ μὲν οὖν πρῶτον ἀναθλιβὲν τὸ τῆς θαλάττης ἐστί͵ περιμείναντες δὲ τὴν τοῦ καθαροῦ καὶ ποτίμου ὕδατος ῥύσιν͵ ὑπολαμβάνουσιν εἰς ἀγγεῖα παρεσκευασμένα ὅσον ἂν δέηι͵ καὶ πορθμεύουσιν εἰς τὴν πόλιν.

Κοντολογής, μιας μορφής αντλία, μέσω ενός μολύβδινου σωλήνα, τραβούσε τη πόσιμη ανάβρα μέσω ενός υδατοστεγούς «κλιβάνου» που ήταν μορφή δερμάτινου ασκού, τραβώντας το νερό, αρχικά υφάλμυρο που με την άντληση γινόταν γλυκύ.

Δεν είναι όλες οι βραχονησίδες και τα νησέλια άχρηστα, καταλήγω. Και η συμπάθειά μου προς την Άραδο και την μοίρα της, δεν κρύβεται. Υποθέτω πως οι ηγεμόνες της ήξεραν που πατάνε και πόσο τους παίρνει να αναδεικνύονται, κι όχι ωσάν κάτι ματαιόσποδους δικούς μας που τσακωμένοι με την Αλήθεια και την Ρητορική αγορεύουν βαρετά και ανακριβώς, αναζητώντας ολίγο φως, ανκαι τυφλοί, ως γνήσιοι ασπάλακες.