Ξέρω πως η απλούστερη, η συνήθης γραφή της λέξης «μάννα» είναι μ΄ ένα «ν», χωρίς αυτό να σημαίνει πως με τα δύο είναι λανθασμένη, ίσως μάλιστα να είναι και η πλέον ορθή όταν πρόκειται για την μάννα του φίλου Γιώργου Παυριανού. Γιατί η κυρά Άννα ήταν μια πραγματική μάννα, καθώς και μητέρα επίσης και φορές, τις περισσότερες μάλλον, σκέτο μαμά. Έτσι τον ακουγα μέσα στα χρόνια να της μιλάει, να της απευθύνει τον λόγο ο φίλος μου. Προχθές, παραμονή της Παναγίας, τα δύο από τα τρία παιδιά της, οι στενοί φίλοι τους και οι ολίγοι εναπομείναντες συγγενείς, έμελλε να την αποχαιρετήσουμε όλοι μαζί δια παντός. Λίγο πριν πατήσει τα ενενήντα έσβησε ήσυχα μέσα στην αγκαλιά του αγαπημένου της γιου. Στο σπίτι της, με την αποκλειστικά δική του νυχθημερόν φροντίδα, την αγόγγυστη αφοσίωσή του, την τρυφερότητα και την αγάπη του. Κάτι σπάνιο!
Η Άννα Τσιμέκα γεννημένη το 1930 στην Άνω Σκαλούλα, ένα ορεινό χωριό της Ρούμελης, παντρεύτηκε στις αρχές της δεκαετίας του ΄50 στην Πάτρα τον κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερό της Θεόδωρο Παυριανό ή Θοδωράκη όπως η ίδια προτιμούσε να τον αποκαλεί, πόντιο στην καταγωγή από τα χώματα της μακρινής Κερασούντας. Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά. Την πρωτότοκη Χρυσάνθη, στον χρόνο επάνω τον Γιώργο και ύστερα από μερικά χρόνια την Ντίνα. Κι όπως συμβαίνει με τις περισσότερες άν όχι με όλες τις ελληνίδες μάννες, είχε βεβαίως κι εκείνη κρυφή αδυναμία στο αγόρι της. Συχνά – πυκνά, όταν τα κορίτσια διαπίστωναν κάποια ευνοϊκότερη μεταχείριση στο πρόσωπο του αδελφού τους, της το «κτυπούσαν» κατάμουτρα. Πλην όμως εκείνη θυμωμένη τις διέψευδε, το αρνιόταν κατηγορηματικά, έφερνε μάλιστα προς συζήτηση αποδείξεις σοβαρές κι επιχειρήματα υποτίθεται αδιάσειστα περί του αντιθέτου. Δεν βαριέσαι όμως, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δεν θέλει…
Την γνώρισα λίγο μετά που έγινα φίλος με το παιδί της, τέλη του 1977. Ήταν κατά έναν χρόνο μικρότερη από την μητέρα μου και ο πατέρας του φίλου μου κατά έναν χρόνο μεγαλύτερος από τον δικό μου. Και οι δύο γονείς μας, όπως κι εμείς οι κολλητοί φίλοι άλλωστε, ήταν συνομήλικοι. Σύντομα διαπιστώσαμε ότι εκτός αυτού, το πιο σημαντικό ήταν άλλο. Η κοινή διαδρομή, η επίπονη και βασανιστική για ένα καλύτερο μέλλον, των παιδιών τους κυρίως. Οι πατεράδες μας ήταν εργάτες, αριστεροί στα νιάτα τους που βρέθηκαν όμως να υπηρετούν στον εθνικό στρατό. Και οι μητέρες νοικοκυρές, αφοσιωμένοι σύζυγοι και ολίγον δολοπλόκες σε σχέση με τα οικονομικά του σπιτιού, μιας κι εκείνες είχαν την διαχείριση του οικογενειακού προϋπολογισμού κι έκαναν το γενικότερο κουμάντο. Οι άνδρες έφερναν το μεροκάματο και το ακουμπούσαν στα χέρια τους. Τα υπόλοιπα ήταν δική τους μέριμνα, από το τι θα μπει στο τσουκάλι μέχρι την ανατροφή των παιδιών. Ανταλλάσαμε τις σχετικές πληροφορίες με τον φίλο μου και κάθε φορά διαπιστώναμε εντυπωσιασμένοι σε πόσο πανομοιότυπες οικογένειες μεγαλώσαμε.
Και φυσικά γελάγαμε πολύ κι ακόμη γελάμε με τα διάφορα ευτράπελα συμβάντα ή τις ιδιόμορφες ρήσεις τους, τις γνωστές σε όλους μας κοτσάνες, που εκτόξευαν αφελώς οι γλυκές μανούλες και τα βλαστάρια τους φρόντιζαν να τις καταγράφουν. Παραδόξως δε την ίδια φράση ακριβώς χρησιμοποιούσαν και οι δύο για να εκφράσουν το παράπονο και ομού την ελαφριά δυσαρέσκειά τους. «Γι΄ αυτό σας στείλαμε στο σχολείο και σας σπουδάσαμε για να μας κοροϊδεύετε παλιόπαιδα», σχολίαζαν πικαρισμένες όταν καταλάβαιναν ότι προφανώς εξ αιτίας κάποιου φραστικού ολισθήματος που αθελά τους είχαν μόλις διαπράξει, άγνωστο ποιου ακριβώς, εμείς πέφταμε στα πατώματα από τα γέλια. Μια φορά, μεσημέρι Μ. Σαββάτου ήταν που μας τηγάνισε πρόθυμα μια συκωταριά για να κάνουμε την λεγόμενη πρώτη Ανάσταση. Τι μέρα κι εκείνη! Ο φίλος μου ανακάλυψε μια βίδα στο πιάτο του. Είχε λασκάρει και είχε πέσει μέσα στα συκωτάκια από το καπάκι του μοντέρνου τηγανιού. Η κυρά Άννα ντροπιάστηκε πολύ, πήγε να σκάσει. Το φύσαγε και δεν κρύωνε. «Μα πως στην ευχή έγινε αυτό; Να μου συμβεί εμένα μια τέτοια αναποδιά χρονιάρα μέρα;», έλεγε και ξανάλεγε θυμωμένη. Στην συνέχεια, ενώ εμείς τρώγαμε, άρχισε να μας αφηγείται τον γάμο κάποιας ανηψιάς της και να την μακαρίζει για την καλή της τύχη. Είχε πρόσφατα παντρευτεί ένα λαμπρό παλικάρι. «Και τι δουλειά κάνει ο γαμπρός;», την ρώτησε αφηρημένα ο φίλος μου, απλώς για να πει κάτι. «Να δεις τι δουλειά μου είπαν ότι κάνει… Α, ναι, θυμήθηκα: Οδηγός υποβρυχίου!», μας ανήγγειλε με το πλέον φυσικό ύφος. Κι ενώ εμείς κοντεύαμε να πνιγούμε από τα γέλια εκείνη μας κοιτούσε απορρημένη.
Σε λίγο ήλθε το επόμενο κτύπημα. Αυτή την φορά επρόκειτο για την αρρώστια μιας άλλης συγγενούς, κάποιας θείας της οικογένειας. Είχε διαγνωστεί από καιρό με καρκίνο, μα τελευταία η καταστασή της χειροτέρεψε ραγδαία, μας ενημέρωνε περίλυπη. «Τι ακριβώς έγινε;» την ρώτησε ο γιος της. «Ο καρκίνος έφυγε», του απάντησε. «Αυτό είναι θετική εξέλιξη», σχολίασε ο φίλος μου. «Δεν κατάλαβες καλά», τον αποπήρε και συνέχισε. «Ο καρκίνος δεν έφυγε εντελώς. Έκανε μετανάστευση και πήγε αλλού…». Βάλαμε τα γέλια. «Τι γελάτε βρε παλιόπαιδα, για γέλια είναι;», μας είπε σε αυστηρό τόνο. «Έχεις δίκιο μαμά, συγνώμη», προσπάθησε να την εξευμενίσει το παιδί της και σχολίασε: «Αν και τώρα που το σκέφτομαι, η «μετανάστευση» ως όρος δεν είναι και τόσο λάθος. Μάζεψε τα μπογαλάκια του ο καρκίνος και μετανάστευσε αλλού!». Και το ίδιο βράδυ, όπως πληροφορήθηκα την επομένη, λίγο πριν κινήσουν τα παιδιά της για την Ανάσταση, άρχισε τις διάφορες νουθεσίες. «Να σταθείτε σ΄ ένα μέρος καλά προφυλαγμένο. Δεν χρειάζεται να πάτε κοντά στην εξέδρα που βγαίνει ο παπάς για το Χριστός Ανέστη. Είναι επικίνδυνα εκεί, ρίχνουν πολλές κροκέτες!».
Κάποιο Πάσχα που συμπτωματικά έπεσε την ημέρα της Πρωτομαγιάς, μάλλον το Πάσχα του 1994 θα ήταν -ήμουν θυμάμαι βαρύς κι απελπισμένος ως πρόσφατα χωρισμένος από έναν μεγάλο έρωτα, τρομάρα μου- είχαμε συμφωνήσει όλοι οι στενοί φίλοι να γιορτάσουμε στο σπίτι μου. Ή όσοι τέλος πάντων από εμάς δεν είχαν εκδράμει εις τας εξοχάς για να πιάσουν τον Μάη και κάποιοι, οι πιο τυχεροί να περιβουτήξουν ευκαιρίας δοθείσης και το μαγιόξυλο… Τότε έμενα σ΄ ένα μεγάλο και ιδιαίτερα φωτεινό διαμέρισμα επί της οδού Κοτυαίου 1 στους Αμπελόκηπους, με υπέροχη θέα στον Υμηττό, ακριβώς απέναντι από το σπίτι του αμερικανού Πρέσβη. Ο Παυριανός με ρώτησε δειλά αν θα μπορούσε να έλθει με τους γονείς του, δεν ήθελε να τους αφήσει μόνους Πασχαλιάτικα. «Και το συζητάς; Με μεγάλη μου χαρά!», του απάντησα. Κυριακή πρωί άρχισαν να καταφθάνουν οι καλεσμένοι κι εγώ προσπαθούσα να συνέλθω με καφέδες από το «hangover» της προηγουμενης νύχτας. Εκτός από το άγριο μεθύσι είχα και μια απρόοπτη συνάντηση κατά την επιστροφή μου στο σπίτι με το «πρόσωπο», κάτι που με ξετίναξε. Ευτυχώς η κυρά Άννα ανέλαβε δράση. Έβαλε το αρνί στο φούρνο, ετοίμασε σαλάτες, και κάποια στιγμή καθίσαμε όλοι μαζί γύρω από το τραπέζι ως πολυμελής οικογένεια. Τσουγγρίσαμε τα κόκκινα αυγά, φάγαμε, ήπιαμε κι αράξαμε μετά στους καναπέδες. Εκτός από τον Παυριανό και τους γονείς του ήμασταν οι Κώστας Κάτσουλας, Λίνα Μπέμπη, Σταμάτης Ζάννος, Αιμιλία Παπαφιλίππου, Γιόλα Ψαροπούλου, Δανάη Μιχαηλίδου και ο Σωκράτης Καλκάνης που πέρασε για λίγο να μας πει τα χρόνια πολλά και το Χριστός Ανέστη.
Η κυρά Άννα καθόταν σ΄ αναμμένα κάρβουνα. Κάποια στιγμή δεν άντεξε κι άρχισε το δριμύ κατηγορώ της. «Δεν ντρέπεστε νέοι άνθρωποι και να μην σηκώνεστε χρονιάρα μέρα από τους καναπέδες; Εμπρός, όλοι όρθιοι, σήμερα θα γλεντήσουμε και θα χορέψουμε!». Και χωρίς άλλη κουβέντα δυνάμωσε την μουσική, τον καλαματιανό που την στιγμή εκείνη ίσα που ακουγόταν από το ραδιόφωνο. Βούτηξε μια πετσέτα φαγητού από το τραπέζι, την ανέμισε με χάρη και μας έκανε νόημα να λάβουμε θέση δίπλα της. Ο χορός μόλις άρχιζε. Του δώσαμε και κατάλαβε. Το κέφι άναψε κι επάνω στα βαριά ζεΪμπέκικα με τα όπα και τα παλαμάκια, η πιατοθήκη κατέβηκε όλη κι έγινε θρύψαλα. Πιάτα και ποτήρια μετατράπηκαν αίφνης σ΄ ένα επικίνδυνο σωρό εκεί στην μέση του σαλονιού. Εμείς ως διονυσιασμένοι ήμασταν ανίκανοι για προφυλάξεις από τα σπασμένα γυαλιά. Εκείνη αναζήτησε σκούπα και φαράσι κι άρχισε να τα μαζεύει σε μια γωνιά με την σβελτάδα και την επιδεξιότητα επαγγελματία, χωρίς να διακόπτει τους χορευτές που ήταν εκτός εαυτού. Τα είχε καταφέρει να μας ξεσηκώσει και της άρεσε. «Θέλει προσοχή, να μην κοπείτε. Και να μην χαλάσετε το ξύλινο πάτωμα, αμαρτία είναι να μείνουν σημάδια και χαρακιές, αυτά δεν φεύγουν», μας αποστόμωσε όταν προσπαθήσαμε να την αποτρέψουμε. Ο δε κυρ – Θόδωρος παρακολουθούσε τα δρώμενα καθήμενος ατάραχος στην πολυθρόνα του, αμέτοχος και υπομειδιών.
Τα θυμόμουν όλα αυτά κατά την νεκρώσιμη ακολουθία και μελαγχολία μεγάλη με κατέλαβε. Γιατί από τότε που έφυγε η δική μου, εδώ και τριάντα σχεδόν χρόνια, αντιμετώπιζα την κυρά Άννα ως μια δεύτερη μητέρα. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο και συζητούσαμε του καλού καιρού. Ένιωθε εμπιστοσύνη και μου ανοιγότανε. Ό,τι κι αν την ρωτούσα, μου απαντούσε χωρίς περιστροφές, ακόμη κι αν επρόκειτο για κάποιον αγνό νεανικό της έρωτα. Συχνά την πείραζα και της άρεσε. Ήταν άνθρωπος κοινωνικός κι έξω καρδιά, όπως συνηθίζεται να λέμε. Μα και φοβερή αγωνίστρια. Όταν χρειάστηκε να σώσει τον φίλο μου από μια επικίνδυνη κατρακύλα που είχε πάρει, στάθηκε βράχος στο πλευρό του και μαζί πάπλωμα χρυσό, αντίθετα με τον συζυγό της που ήταν της άποψης «όπως έστρωσε ο γιός μας, τώρα ας κοιμηθεί». Έκανε πράγματα για το χατήρι του που δύσκολα μπορώ να φανταστώ ότι θα έκανε μια άλλη μάννα στην δική της θέση. Τα μάθαινα από τον φίλο μου και δεν πίστευα στ΄ αυτιά μου. Μπράβο της, έλεγα από μέσα μου, χαρά στο κουράγιο της. Κανένας από τους φίλους δεν πίστευε ότι η κατάστασή του ήταν αναστρέψιμη… Κι αυτό κράτησε για μερικά χρόνια. Κι όμως, η κυρά Άννα τα έδωσε όλα και τελικά κατάφερε να τον γλιτώσει από τον κακό δαίμονα! Ίσως εξ αιτίας αυτής της άδολης προσφοράς της, όταν μετά το δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο έμεινε πλέον κατάκοιτη, ο γιος της το πήρε όλο επάνω του. Για περισσότερο από έναν χρόνο ήταν απόλυτα αφοσιωμένος στην δική της φροντίδα. Μέχρι τις 13 του Αυγούστου που έφυγε για τον κάτω κόσμο.