‘‘η προσεκτική ποίηση /
και οι προσεκτικοί / άνθρωποι /
διαρκούν / μόνο / όσο χρειάζεται /
για να / πεθάνουν / ασφαλείς.’’
Γεννήθηκε στις 16 Αυγούστου του 1920, στο Άντερναχ της Γερμανίας. Ο πατέρας του, ο Heinrich (Henry) Bukowski, Αμερικανό-γερμανικής καταγωγής, γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του, Katharina (το γένος Fett) στη Γερμανία, αφού ως λοχίας του Αμερικανικού Στρατού είχε παραμείνει εκεί μετά την ήττα της χώρας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1918. Ο ίδιος ο ποιητής ισχυριζόταν πως είχε γεννηθεί εκτός γάμου, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ισχύει αφού οι γονείς του έχει αποδειχθεί πως παντρεύτηκαν μόλις ένα μήνα πριν από τη γέννησή του. Ο πατέρας του, μετά τον πόλεμο, έγινε εργολάβος οικοδομών, ωστόσο, εξαιτίας της στάσιμης οικονομίας και του υψηλού πληθωρισμού στη Γερμανία, τα χρόνια εκείνα, αναγκάστηκαν το 1923 να μεταναστεύσουν στην Αμερική. Έζησαν για ένα χρόνο στη Βαλτιμόρη και έπειτα μετακόμισαν στο Λος Άντζελες.
Εκεί ο Μπουκόβσκι πέρασε μία μάλλον ταραγμένη παιδική ηλικία, που εμφανώς σκιάστηκε από την κακομεταχείριση που υφίστατο από τον πατέρα του και την ανηλεή συμπεριφορά του εναντίον του. Όπως ο ίδιος δήλωνε, ο πατέρας του ήταν αυταρχικός, ξεσπούσε συχνά εναντίον του και σε κάθε περίπτωση ήθελε να ασκεί απόλυτο έλεγχο επάνω του. Ήταν άνθρωπος συντηρητικός, στενόμυαλος και διαρκώς πάσχιζε να εμφυσήσει τις δικές του ιδέες και τα δικά του ιδανικά στο μικρό του γιο. Δε δίσταζε, μάλιστα, να τον χτυπάει βάναυσα με ένα λουρί που στην άκρη του έφερε ένα ξυράφι ακονίσματος, επανειλημμένα, τουλάχιστον ως τα δέκα του χρόνια. Αυτή η φρικτή εμπειρία στάθηκε ένα μεγάλο και πικρό μάθημα για τον μικρό Τσαρλς, καθώς έμαθε να αντέχει τον πόνο, τον σκληραγώγησε και τον προετοίμασε αποφασιστικά για όλα όσα επρόκειτο να συναντήσει, αργότερα, στο δρόμο. Σε ένα ποίημά του λέει: ‘‘ήταν ο πρώτος που μου έμαθε το / ωμό και βλακώδες μίσος. / ήταν πραγματικά άριστος σ’ αυτό: οτιδήποτε τον / εξαγρίωνε─ πράγματα ελάχιστης σημασίας έφερναν το μίσος του γοργά / στην επιφάνεια / και εγώ φαινόταν πως ήμουνα η κύρια πηγή του / εκνευρισμού του.’’ Το πρόσωπο του πατέρα του τον στοιχειώνει διαρκώς. Ήδη από τις πρώτες του ποιητικές συλλογές υπάρχουν ποιήματα που εκφράζουν αποστροφή για τον πατέρα και τις παράλογες απαιτήσεις του και την ανάγκη του να φύγει μακριά του. Σε ένα άλλο του ποίημα, γράφει ‘‘ωχ, αφήστε με να χάσω το πρόσωπο του πατέρα μου!’’. Η αλήθεια είναι πως μάλλον δεν το έχασε ποτέ, διαρκώς τον καταδίωκε ως μια αόρατη, εντούτοις διαρκώς απειλητική, σκιά. Ακόμα και στα τελευταία του ποιήματα, που γράφει όντας βαριά άρρωστος, το πρόσωπό του δεν παύει να εμφανίζεται με τον ίδιο αμείλικτο τρόπο. Ποτέ δεν αποδέχθηκε την απόφαση του γιου του να ασχοληθεί με τη συγγραφή, ποτέ δεν τον ενθάρρυνε, αντιθέτως είναι χαρακτηριστικό ένα περιστατικό, όταν ο 20χρονος Τσαρλς επέστρεφε από το σχολείο και βρήκε όλα τα χειρόγραφά του πεταμένα στον κήπο και την αλλόφρονα μητέρα του να τον παρακαλάει να μην μπει στο σπίτι καθώς ο πατέρας του περίμενε εξαγριωμένος.
Σαν να μην έφτανε αυτό, στα 14 του παρουσίασε μία επιθετική μορφή ακμής, που σχεδόν του παραμόρφωσε το πρόσωπο. Κάτι τέτοιο, φυσικά, τον έκανε στόχο δηκτικών σχολίων από τους συμμαθητές του και όχι μόνο, και ενέτεινε το μίσος του για τους ανθρώπους που τον περιέβαλλαν. Φρόντισε να απομονώνεται ακόμα περισσότερο ενώ παράλληλα υπέφερε από τις επώδυνες επεμβάσεις που έπρεπε να υποστεί προκειμένου να θεραπευτεί. Τότε περίπου ήταν που βρήκε καταφυγή στο αλκοόλ, μια συνήθεια που έκτοτε δεν εγκατέλειψε ποτέ, αλλά και, δειλά–δειλά, στο γράψιμο. Όλα αυτά περιγράφονται με τρόπο απαράμιλλο στο πεζογράφημά του ‘‘Τοστ Ζαμπόν’’, που κυκλοφόρησε δεκαετίες αργότερα.
Το 1935 αρχίζει να επισκέπτεται τη Δημόσια Βιβλιοθήκη του Λος Άντζελες κι εκεί έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τα έργα μεγάλων συγγραφέων. Εκείνα τα χρόνια θα διαβάσει πολύ και θα αφομοιώσει τα έργα των σπουδαίων κλασικών αλλά και νεοτέρων. Την ίδια περίπου περίοδο θα αρχίσει να γράφει τις πρώτες του ιστορίες. Το 1939 εγγράφεται στο Κολέγιο του Λος Άντζελες για να σπουδάσει δημοσιογραφία και αγγλική λογοτεχνία. Θα διακόψει τις σπουδές του σχεδόν δύο χρόνια αργότερα. Εξαιτίας του περιστατικού με τα πεταμένα χειρόγραφά του στον κήπο από τον πατέρα του, που προαναφέρθηκε, θα επέλθει η ρήξη με τους γονείς του και ο Μπουκόβσκι θα εγκαταλείψει το σπίτι του. Στην αρχή ζει βοηθούμενος οικονομικά από τη μητέρα του. Το 1942 φεύγει από το Λος Άντζελες και ζει ως επί το πλείστον στη Νέα Ορλεάνη και τη Φιλαδέλφεια. Κάνει διάφορες μικροδουλειές και στέλνει διαρκώς κείμενά του σε διάφορα περιοδικά, όπως το ‘‘Atlantic Monthly’’ και το ‘‘Harper’s’’. Κανένα δε θα δημοσιευτεί. Αρνείται να καταταγεί, παρά τις πιέσεις των γνωστών του και του πατέρα του, και τότε θα αρχίσει μια μακρά περίοδος ασωτίας, σε διάφορες πόλεις, με διάφορες δουλειές του ποδαριού και με ελάχιστο φαγητό. Ο ίδιος συχνά ανέφερε πως τρεφόταν μονάχα με μία σοκολάτα την ημέρα. Στα 23 του χρόνια είχε την πρώτη του ερωτική επαφή, με μία πόρνη 130 κιλών, όπως έλεγε. Η ιστορία αυτή αποτυπώνεται με τρόπο θαυμάσιο σε ένα μετέπειτα κείμενό του, το ‘‘300 Pound Whore’’, που δημοσιεύτηκε στη στήλη του ‘‘Notes of a Dirty Old Man’’. Το 1944, εξαιτίας της άρνησής του να στρατευτεί, συλλαμβάνεται από το FBI και περνάει 17 μέρες στη φυλακή: άλλη μία εμπειρία για το έργο του. Απαλλάσσεται οριστικά αφότου αποτυγχάνει σε κάποια σωματικά και ψυχολογικά τεστ. Το 1944, επίσης, δημοσιεύεται ένα από τα πρώτα κείμενά του, το ‘‘Aftermath of a Lengthy Rejection Slip’’, στο περιοδικό ‘‘Story Magazine’’, στο τεύχος Μαρτίου / Απριλίου.
Το 1948 είναι μία αξιομνημόνευτη χρονιά για τον Μπουκόβσκι: συνάντησε την Jane Cooney Baker, μία γνωριμία που στάθηκε καταλυτική για τον ίδιο. Τα αρχεία του FBI δείχνουν πως είχαν παντρευτεί, παρ’ όλο που ο ίδιος δεν παραδέχθηκε ποτέ κάτι τέτοιο σε κάποια συνέντευξή του ή στους βιογράφους του. Η Jane ήταν μία γυναίκα που ο Μπουκόβσκι αγάπησε πολύ και ο θάνατός της λόγω των τεράστιων ποσοτήτων αλκοόλ που κατανάλωνε, το 1962, τον καταρράκωσε. Τη μνημονεύει σε πολλά του ποιήματα, που γράφτηκαν τα αμέσως επόμενα χρόνια. Ζούσαν μαζί, κάθε μέρα τους ήταν περιπετειώδης, έπιναν, τσακώνονταν κι αλήτευαν, γεγονός που ξεσήκωνε την οργή των υπόλοιπων που στεγάζονταν στις διάφορες πανσιόν όπου διέμεναν.
Το 1952 είναι σημαντική χρονιά, επίσης, επειδή τότε δούλεψε για πρώτη φορά στο Ταχυδρομείο του Λος Άντζελες, μία δουλειά που, όπως ο ίδιος έλεγε, τον σκότωνε μέρα παρά μέρα. Ωστόσο, αν εξαιρέσουμε το διάστημα 1955 – 1958, έμελλε να δουλέψει εκεί για δώδεκα ολόκληρα χρόνια ακόμα.
Το 1954 είναι οριακό: Παθαίνει εσωτερική αιμορραγία εξαιτίας ενός έλκους στομάχου και εισάγεται εσπευσμένα, για εννέα ημέρες, στο νοσοκομείο του Λος Άντζελες. Σχεδόν πεθαίνει, η εγχείρηση κρίνεται επώδυνη και η αποθεραπεία επίσης. Τότε, έπειτα από δέκα χρόνια αποχής, ξεκινάει και πάλι να γράφει ποιήματα, ξαναβρίσκοντας τη δύναμη και την ορμή του. Στέλνει μια επιστολή όπου ζητά να παραιτηθεί από το ταχυδρομείο και τρεις μήνες αργότερα μία ακόμα, στην οποία ζητά την επαναπρόσληψή του. Τότε γνωρίζει την Barbara Frye, μία μικρόσωμη, μάλλον άσχημη γυναίκα, που επίσης ασχολείται με την ποίηση, ζει μαζί της και την παντρεύεται την επόμενη χρονιά, το 1955. Ξεκινάει ένα μυθιστόρημα, το ‘‘A Place to Sleep the Night’’, που δεν το ολοκληρώνει ποτέ. Το 1956 πεθαίνει η μητέρα του, το 1957 χωρίζει με την Barbara, το 1958 πεθαίνει και ο πατέρας του. Ο Μπουκόβσκι θα πουλήσει το σπίτι και σχεδόν όλα τα υπάρχοντά του. Την ίδια χρόνια θα επαναπροσληφθεί στο ταχυδρομείο και θα παραμείνει στη δουλειά αυτή έως το 1970. Παράλληλα, συνεχίζει να ζει σε διάφορες πανσιόν, να περνάει δύσκολα και να γράφει ακατάπαυστα.
Το 1960 εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή, ένα μικρό βιβλιαράκι με τίτλο ‘‘Flower, Fist and Bestial Wail’’. Τα επόμενα χρόνια (που σκιάζονται από το θάνατο της Jane το 1962, με ό,τι αυτό σήμαινε για την εύθραυστη ψυχολογία του Μπουκόβσκι) θα ακολουθήσουν και άλλα τέτοια μικρά βιβλιαράκια: ‘‘Longshot Pomes for Broke Players’’ (1961), ‘‘Run with the Hunted’’, ‘‘Poems and Drawings’’ (1962), ‘‘It Catches My Heart In Its Hands’’ (1963), Crucifix in a Deathhand’’, ‘‘Confessions of a Man Insane Enough to Live with Beasts’’, ‘‘Cold Dogs inthe Courtyard’’ (1965) και μερικές ακόμα μικρές πλακέτες. Το 1962 γνωρίζει την Frances Smith και το 1964 γεννιέται η μοναδική του κόρη, η Marina Louise Bukowski.
Τα επόμενα χρόνια, οι δημοσιεύσεις μικρών πλακετών αλλά και ποιημάτων και μικρών ιστοριών συνεχίζονται με αδιάλειπτο ρυθμό. Οι μέχρι τώρα δημοσιεύσεις του, αν και έχουν τραβήξει την προσοχή αρκετών αναγνωστών και έχουν κάνει αίσθηση, δεν του έχουν αποφέρει ούτε χρήματα ούτε ιδιαίτερη φήμη, παρά σαν ενός περιθωριακού, που γράφει ποίηση, ζει περιπλανώμενος και καταναλώνει αβυσσαλέες ποσότητες αλκοόλ. Η ευρύτερη αναγνωρισιμότητα έρχεται μόλις το 1969 όταν αναλαμβάνει την εβδομαδιαία στήλη ‘‘Notes of a Dirty Old Man’’, στην εφημερίδα ‘‘Open City Weekly’’. Η επιτυχία της θα είναι πρωτοφανής, ο Μπουκόβσκι θα γίνει κάτι σαν μύθος, διαρκώς θα τον ανακαλύπτουν και θα ζητούν συνεντεύξεις του αλλά και ποιήματά του, πολλά περιοδικά θα αρχίσουν να παρουσιάζουν μικρά αφιερώματα για το έργο του. Η στήλη θα συνεχιστεί για 87 ολόκληρες εβδομάδες. Το 1969 εκδίδει, επίσης, με τον Neeli Cherkovski το βραχύβιο περιοδικό ‘‘LaughLiterary and Man the Humping Guns’’.
Το 1969, ο μετέπειτα εκδότης του, John Martin (γνωρίζονταν ήδη από το 1966), ετοιμάζεται να ανοίξει τον εκδοτικό του οίκο ‘‘Black Sparrow Press’’. Πιστεύει πολύ στο ταλέντο του Μπουκόβσκι και σε μια προσπάθεια να τον πείσει να γράφει περισσότερο και να αφοσιωθεί στο έργο του, του ζητά να εγκαταλείψει τη δουλειά του στο ταχυδρομείο με την υπόσχεση να του καταβάλλει ο ίδιος ισοβίως, κάθε μήνα, το ποσό των 100 δολαρίων. Ο Μπουκόβσκι δεν το σκέφτηκε πολύ: ‘‘Έχω δύο επιλογές─ να μείνω στο ταχυδρομείο και να τρελαθώ… ή να μείνω εδώ και να παίξω το συγγραφέα και να πεινάσω. Έχω αποφασίσει να πεινάσω’’. Παραιτείται οριστικά και αμετάκλητα από το ταχυδρομείο και αρχίζει να ζει σαν συγγραφέας. Μέσα σε μόλις λίγες μέρες ολοκληρώνει το βιβλίο ‘‘Post Office’’, που είναι λίγο–πολύ ένας απολογισμός των όσων αντιμετώπισε σε εκείνη τη δυσβάστακτη δουλειά.
Αυτή την περίοδο γνωρίζει την Linda King, που έγινε ερωμένη του και λίγο αργότερα την Liza Williams. Τα πρώτα βιβλία από τον εκδοτικό οίκο του Martin εκδίδονται σημειώνοντας αξιόλογη επιτυχία: ‘‘The Days RunAway Like Wild Horses Over The Hills’’ (1969) ‘‘Post Office’’ (1971), ‘‘Erections, Ejaculations, Exhibitions AndGeneral Tales Of Ordinary Madness’’, ‘‘Mockingbird Wish Me Luck’’, ‘‘South of No North’’ (1973), ‘‘Burning in Water, Drowning in Flame’’ (1974) κ.ά. Δίνει διάφορες δημόσιες αναγνώσεις, που αφήνουν εποχή. Η επαφή του με το κοινό είναι πάντα επεισοδιακή. Ο κόσμος τον χειροκροτά, ο ίδιος δε διστάζει να αντιπαρατίθεται μαζί τους και σε συνδυασμό με το αλκοόλ που κατανάλωνε ‘‘επί σκηνής’’, κάθε ανάγνωση κατέληγε απρόβλεπτα. Το 1977 εκδίδεται η πασίγνωστη ποιητική του συλλογή ‘‘Love is a Dog from Hell’’ και την επόμενη χρονιά το μυθιστόρημά του, ‘‘Women’’.
Τα επόμενα χρόνια κυλάνε πιο ήσυχα όσον αφορά την προσωπική ζωή του Μπουκόβσκι. Πλέον έχει αφοσιωθεί στο γράψιμο, τα βιβλία διαδέχονται το ένα το άλλο [‘‘Play the Piano Drunk Like a Percussion Instrument Until the Fingers Begin to Bleed a Bit’’ (1979), ‘‘Dangling in the Tournefortia (1981), ‘‘Ham on Rye’’ (1982), ‘‘War All the Time: Poems 1981-1984’’ (1984), ‘‘You Get So Alone at Times That It Just Makes Sense’’ (1986), ‘‘The Roominghouse Madrigals’’ (1988), ‘‘Hollywood’’ (1989), ‘‘Septuagenarian Stew: Stories & Poems (1990), ‘‘The Last Night of the Earth Poems’’ (1992)] και σημειώνουν πάντα μεγάλη επιτυχία αποφέροντάς του και άκρως ικανοποιητικά κέρδη. Η φήμη του διαρκώς εξαπλώνεται (αν και περισσότερο στην Ευρώπη παρά στην Αμερική), τα περιοδικά του αφιερώνουν ολόκληρες σελίδες και αρκετά δημοσιεύουν συνεντεύξεις του, πλέον ζει μια ήρεμη ζωή πλάι στη σύζυγό του, την Linda Lee Beighle, με την οποία παντρεύεται το 1985, γυρίζεται μια ταινία βασισμένη σε σενάριό του, η ‘‘Barfly’’ (1987), κυκλοφορούν διάφορες βιντεοκασέτες ή δίσκοι με απαγγελίες του, ζει σε ένα πιο άνετο σπίτι και απολαμβάνει για πρώτη φορά, ίσως, στη ζωή του κάποιες ανέσεις.
Ωστόσο, ύστερα από τόσα χρόνια ασωτίας, καταχρήσεων και άσχημης διατροφής, τα ─σοβαρά πια─ προβλήματα υγείας αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους καταβάλλοντας τον ήδη ευαίσθητο οργανισμό του ολοένα και περισσότερο. Το 1989 υποβάλλεται σε θεραπεία λόγω φθίσης, αναγκάζεται να σταματήσει το κάπνισμα και το αλκοόλ, το 1992 υποβάλλεται σε μια εγχείρηση για καταρράκτη και το 1993 εισάγεται για μεγάλο χρονικό διάστημα σε νοσοκομείο για να υποβληθεί σε χημειοθεραπείες λόγω λευχαιμίας. Το τέλος είναι κοντά, το βλέπει, το υπομένει στωικά. Στο κρεβάτι του νοσοκομείου γράφει μερικά από τα πλέον συγκλονιστικά ποιήματά του για το θάνατο και, ακόμα χειρότερα, για την αναμονή του. Πεθαίνει στις 9 Μαρτίου του 1994. Στον τάφο του υπάρχει η επιγραφή ‘‘Mην προσπαθείς’’. Ο ίδιος εξηγούσε τι σημαίνει αυτή η διφορούμενη φράση ήδη από το 1963: ‘‘Δεν προσπαθείς. Είναι πολύ σημαντικό: να μην προσπαθείς, είτε για Κάντιλακ, για δημιουργία ή αθανασία. Περιμένεις, και αν τίποτα δε συμβεί, περιμένεις κι άλλο. Είναι σαν ένα έντομο ψηλά στον τοίχο. Περιμένεις αυτό να έρθει σε σένα. Όταν πλησιάσει αρκετά τεντώνεσαι, το συνθλίβεις και το σκοτώνεις’’.
Μετά το θάνατό του, η φήμη του δε μειώθηκε καθόλου, αντιθέτως ενισχύθηκε. Ολοένα και περισσότεροι αναγνώστες ανακαλύπτουν το έργο του και μελετούν την πολυθρύλητη ζωή του. Συνεχώς εκδίδονται νέα βιβλία από τα κατάλοιπά του [‘‘Pulp’’ (1994), ‘‘Betting on the Muse: Poems and Stories’’ (1996), ‘‘Bone Palace Ballet’’ (1998), ‘‘What Matters Most Is How Well You Walk Through the Fir’’ (1999), ‘‘Open All Night’’ (2000), ‘‘The Night Torn Mad with Footsteps’’ (2001), ‘‘Sifting Through the Madness for the Word, the Line, the Way’’ (2003), ‘‘The Flash of the Lightning Behind the Mountain’’ (2004), ‘‘Slouching Toward Nirvana’’ (2005), ‘‘Come on In!’’ (2006), ‘‘The People Look Like Flowers at Last’’ (2007), ‘‘The Pleasures of the Damned: SelectedPoems 1951-1993’’ (2007), ‘‘The Continual Condition’’ (2009), για να αναφέρουμε μονάχα τις ποιητικές του συλλογές], τα παλαιότερα βιβλία του ανατυπώνονται διαρκώς, σημειώνουν όλα τους αξιόλογες πωλήσεις και, μάλιστα, ορισμένοι στίχοι του, την εποχή αυτή της κοινωνικής δικτύωσης, ανακοινοποιούνται συνεχώς από διάφορους, κυρίως νέους, που εμπνέονται ακόμα από τις ιδέες και τον τρόπο ζωής και γραφής του. Πολλοί τον θεωρούν ως έναν από τους μεγαλύτερους Αμερικανούς συγγραφείς του περασμένου αιώνα και εν πολλοίς δεν έχουν άδικο. Υπήρξε ένας ανανεωτής της σύγχρονης ποίησης που, μακριά από νόρμες και υποδείξεις, χάραξε τη δική του πορεία και άφησε το δικό του, προσωπικό, μοναδικό και ανεξίτηλο στίγμα.
Εσχάτως, το όνομά του εμφανίζεται στις μεγαλύτερες και πιο έγκριτες ανθολογίες ανά τον κόσμο και αυτό αποδεικνύει πολλά, καθώς, όσο ζούσε, είχε επανειλημμένα αγνοηθεί από την κριτική και ποτέ δεν είχε γίνει αποδεκτός από τους λεγόμενους «ακαδημαϊκούς κύκλους». Παρ’ όλο που διάφοροι μεγάλοι συγγραφείς εγκωμίαζαν το έργο του, παρ’ όλο που το έργο του αυτό καθ’ εαυτό στις καλές του στιγμές βρισκόταν στην ακμή της πρωτοπορίας και σίγουρα διέφερε από τα περισσότερα κείμενα που δημοσιεύονταν εκείνη την εποχή, η σιωπή γύρω από αυτό ήταν παραπάνω από ηχηρή, αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά τις αστοχίες της κριτικής και τη δύναμη της ποίησης, η οποία υπερβαίνει το καθετί, εκτείνεται πέρα από οποιαδήποτε κατηγοριοποίηση και βρίσκει τους δικούς της δρόμους. Βέβαια, και ο ίδιος ο Μπουκόβσκι με τη σειρά του δεν είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τους κριτικούς της λογοτεχνίας και τους ακαδημαϊκούς. Πολλάκις τους επιτίθεται μέσα από το έργο του, δε διστάζει να καταδείξει την ανεπάρκειά τους και το γεγονός πως δρουν βάσει «κλίκας», συμπαθειών και προσωπικών φιλοδοξιών. Όσο ζούσε δε δημοσιεύτηκε παρά σε ελάχιστες ανθολογίες, δε γράφτηκε σχεδόν καμία σοβαρή μελέτη για το έργο του, γεγονός που, βέβαια, εν πολλοίς ισχύει ακόμα. Μέχρι σήμερα δεν έχουμε μία επαρκή και αξιανάγνωστη μελέτη ή κριτική προσέγγιση του συνόλου του έργου του.
Πέραν αυτού, μέσα στα χρόνια, οι παρανοήσεις που έχουν γίνει για το δημιουργό και το έργο του είναι πολλές, για να μη μιλήσουμε και για τις απανωτές προσπάθειες ένταξής του σε κάποιο ευρύτερο ρεύμα ή κίνημα. Πολλοί βιάστηκαν να τον χαρακτηρίσουν Μπιτ, παρ’ όλο που και ο ίδιος δήλωνε πως δεν έχει καμία σχέση μαζί τους και πως δεν είχε καν γνωρίσει τον Τζακ Κέρουακ, άλλοι απλά τον κατέτασσαν στο περιθώριο, στους κύκλους της λεγόμενης ‘‘αμερικανικής underground ποίησης’’, χαρακτηρίστηκε ως ‘‘cult φιγούρα’’, πορνόγερος, μισογύνης, είπαν πως τα ποιήματά του είναι αισχρά και άσεμνα καθώς μιλούν μονάχα για ερωτικές συνευρέσεις και αλκοόλ, οι περισσότεροι αρνήθηκαν να δουν τη γνήσια υπαρξιακή αγωνία που διατρέχει κάθε του σελίδα, αρνήθηκαν να αφουγκραστούν τον καθαρό κι ανόθευτο παλμό της ποίησής του και τον κατηγόρησαν για ευκολία, επιτήδευση και στείρα επαναληπτικότητα. Ο Μπουκόβσκι ήταν υπεράνω όλων αυτών κι αυτό αποδεικνύεται από την ανθεκτικότητά του στο χρόνο, την επιρροή του στους μεταγενέστερους ποιητές και συγγραφείς και από το ότι όλοι αυτοί που τόσο αφειδώλευτα τον κατηγορούσαν και τον απέρριπταν προτάσσοντας τη δική τους αισθητική, και όχι μόνο, πρόταση, πλέον έχουν λησμονηθεί και τα βιβλία τους δεν αποτελούν παρά μουσειακά αντικείμενα στα ράφια σκονισμένων βιβλιοθηκών.
Ο Μπουκόβσκι, πράγματι, κατηγορήθηκε για απλότητα και είναι αλήθεια πως από το 1970 κυρίως και μετά υπήρξε, αρκετές στιγμές, ‘‘απλός’’ στην ποίησή του. Αυτό οφείλεται, σαφώς, στην αποστροφή του για οτιδήποτε ακαδημαϊκό, επιτηδευμένο ή δυσπρόσιτο στον αναγνώστη. Θέλησε η ποίησή του να είναι προσβάσιμη στον καθένα, δίχως εξεζητημένα σχήματα λόγου και κρυπτικά νοήματα, για να μπορεί να μεταδίδει ακαριαία την ουσία της και να προσλαμβάνεται με τρόπο άμεσο και κατηγορηματικό από τον αναγνώστη. Επιπλέον, απέρριπτε κάθε είδους εξωραϊσμό διατεινόμενος πως κάτι τέτοιο θα αποτελούσε παραχάραξη της πραγματικότητας, θα λειτουργούσε ως υπεκφυγή, ως ψέμα, υστερόβουλη δολιότητα. Ο Μπουκόβσκι αποτύπωσε την πραγματικότητα ακριβώς όπως είναι και, σαν μην έφτανε αυτό, κατέδειξε μία πτυχή της που οι περισσότεροι Αμερικανοί φρόντιζαν να αγνοούν επιδεικτικά και να συμπεριφέρονται σαν να μην υπάρχει, ζώντας το όνειρό τους του υλικού ευδαιμονισμού και της επιτυχίας: μίλησε για τους ανέργους, τους αλήτες και τους αλκοολικούς, για τις βρώμικες πανσιόν όπου στεγάζονται, για τους κακόφημους δρόμους, τις πόρνες, την ανθρώπινη δυστυχία, την απογοήτευση, τη διάψευση κάθε ονείρου, τη ματαιότητα της κοινωνικής ανέλιξης, την παγίδα του χρήματος, τη σαθρότητα των κοινωνικών σχέσεων, την απατηλότητα του έρωτα˙κατέδειξε τη διαφορετικότητα, το μίσος των ανθρώπων που νομίζουν πως βρίσκονται πιο πάνω από τους συνομηλίκους τους, την υποκρισία, τη στείρα φιλοδοξία, τις κλίκες του ακαδημαϊκού κόσμου, τη μοναξιά που κυκλώνει απειλητική και απαρασάλευτη κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, την ανάγκη να είσαι ο εαυτός σου, να μην υποτάσσεσαι σε κανέναν και τίποτα, να διανοίγεις τους δικούς σου δρόμους εν μέσω αδιεξόδων και, προπαντός, μίλησε για τον αγώνα που πρέπει να δίνει ο καθένας διαρκώς, μέσα του και έξω του, για να επιτύχει μία άνευ όρων και επίπλαστων δεσμεύσεων ελευθερία: δεν υπάρχει θεός / δεν υπάρχει πολιτική / δεν υπάρχει γαλήνη / δεν υπάρχει αγάπη / δεν υπάρχει έλεγχος / δεν υπάρχει σχέδιο / μείνε μακριά απ’ το θεό / παράμεινε ενοχλημένος // γλίστρα.
Στην Ελλάδα ο Μπουκόβσκι έγινε γνωστός αρκετά νωρίς και άρχισε να μεταφράζεται εξίσου νωρίς. Έκτοτε έχουν μεταφραστεί αρκετά από τα βιβλία του, κυρίως τα πεζογραφικά, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι και τόση. Πολλά γράφτηκαν για αυτόν, εμφανίστηκαν πολλά σημειώματα τάχα ερμηνευτικά κάποιων πτυχών του έργου του και επιχειρήθηκαν αρκετές (μάλλον επιφανειακές) προσεγγίσεις της ποιητικής του πρότασης. Συνεχώς δημοσιεύονται νέα άρθρα που δίνουν έμφαση στη ζωή του, που διαστρεβλώνουν, ενίοτε σε εξοργιστικό βαθμό, τις προθέσεις του και φανερώνουν μία παρερμηνευμένη πρόσληψη του έργου του και την άρνηση των συντακτών να καταδυθούν ουσιαστικά στην ποίησή του και να την εκλάβουν με τρόπο ουσιαστικό και, κατά κάποιον τρόπο, έγκυρο. Δε θα ήταν υπερβολικό να πούμε (αν και δεν ισχύει, εννοείται, μονάχα για την Ελλάδα αυτό) πως λίγο–πολύ ο Μπουκόβσκι έχει γίνει ‘‘μόδα’’. Συνέχεια ξεπηδούν άρθρα με εύγλωττους τίτλους όπως: ‘‘Πώς μπορεί ο Μπουκόβσκι να αλλάξει τη ζωή σου’’, ‘‘10 συμβουλές του Μπουκόβσκι για το γράψιμο’’ ή ‘‘Πώς να είσαι ευτυχισμένος σύμφωνα με τον Τσαρλς Μπουκόβσκι’’ κτλ. Παράλληλα, απομονώνονται διαρκώς διάφοροι ‘‘πικάντικοι’’ ή αιχμηροί στίχοι του ή αποσπάσματα από τα πεζογραφήματά του και συμφύρονται μεταξύ τους συνοδεύοντας άσχετα σημειώματα και κείμενα, δημιουργώντας έτσι μία ψεύτικη και μη ισχύουσα εικόνα, κάνοντάς τον κάτι σαν ‘‘εφηβικό σύμβολο’’, σαν έναν παρία που χρησιμοποίησε την ποίηση για να εκφράσει τα απωθημένα του, για να καθοδηγήσει και να υπαγορεύσει έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής και δράσης. Εδώ, φυσικά, δε θα πάρουμε θέση επί του συγκεκριμένου ζητήματος, ωστόσο θα τονίσουμε ακόμα μια φορά πως ο Τσαρλς Μπουκόβσκι ήταν πέρα από όλα αυτά, ανένταχτος, μοναδικός, και σίγουρα ουδόλως ενδιαφερόταν να δημιουργήσει οποιαδήποτε σχολή ή να βρει μιμητές, πόσω μάλλον να γίνει ‘‘μόδα’’ ή αντικείμενο λατρείας.
Oρισμένες παρατηρήσεις για το έργο του:
Διαβάζοντας κανείς το σύνολο των ποιητικών του συλλογών, θα μπορούσε, ίσως, να ξεχωρίσει τρεις περιόδους: Η πρώτη καλύπτει την περίοδο 1960–1970, δηλαδή από τη συλλογή ‘‘Flower, Fist and BestialWail’’ ως την ‘‘Fire Station’’, η δεύτερη την περίοδο 1972–1990 (από τη συλλογή ‘‘Mockingbird Wish Me Luck’’ ως την ‘‘Septuagenarian Stew’’) και η τρίτη, καταχραστικά μιλώντας καθώς δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι και πόσα από το σύνολο όσων κυκλοφόρησαν μετά το θάνατό του θα είχε την έγκρισή του, καλύπτει την περίοδο (εκδοτικά) 1992–2009 (ουσιαστικά, όμως καλύπτει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, καθώς τότε, παρακινημένος, ίσως, και από την αρρώστια του, έγραφε πραγματικά πολύ, με ρυθμό αδιάπτωτο, καθημερινά) και τις συλλογές από την ‘‘The Last Night of the Earth Poems’’ ως την ‘‘The ContinualCondition’’.
Κατά την πρώτη περίοδο έχουμε ποιήματα που καταπιάνονται ως επί το πλείστον με τη μοναξιά και την έλλειψη προοπτικών, αποπνέουν την εγκατάλειψη και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε και, συνήθως, διαποτίζονται από ένα αίσθημα απαισιοδοξίας και ζοφερότητας. Η γραφή του Μπουκόβσκι, αυτά τα πρώτα χρόνια, είναι κάποιες στιγμές, σε ένα ορισμένο μέτρο, υπερρεαλιστική, δε λείπουν τα ηχητικά λογοπαίγνια ή τα παιχνίδια με τις παράλληλες σημασίες διαφόρων αγγλικών λέξεων, πολλά ποιήματά του ξεδιπλώνονται εν μέρει διφορούμενα προκαλώντας έτσι τον αναγνώστη, ενώ συναντώνται και κάποιες χιουμοριστικές ή ειρωνικές στιγμές, που λειτουργούν ως διάλειμμα. Οι τολμηρές και παράδοξες εικόνες κυριαρχούν, το φανταστικό κάνει διαρκώς την εμφάνισή του, δε λείπουν κάποιοι προειδοποιητικοί τόνοι όταν στοχάζεται για το μέλλον της ανθρωπότητας και μιλά για την επερχόμενη καταστροφή που διαρκώς μας απειλεί, ο έρωτας παρουσιάζεται ως μια ακόμα υπογράμμιση της μοναξιάς, τα σχήματα λόγου και ορισμένες παρομοιώσεις δεν παύουν να εκπλήσσουν, και όλα αυτά δοσμένα με μία ζηλευτή ακριβολογία, που δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης.
Από τη συλλογή ‘‘Mockingbird Wish Me Luck’’ τα πράγματα, όμως, αρχίζουν να αλλάζουν, αν και όχι εντελώς. Το ύφος γίνεται πιο κουβεντιαστό, η διάθεση για ακριβολογία εντονότερη, οι πολλές παρομοιώσεις και τα εκφραστικά σχήματα σταδιακά υποχωρούν, ο Μπουκόβσκι στρέφεται σε πιο απτές εικόνες της καθημερινής ζωής, αφήνει κατά μέρος ό,τι θα κινδύνευε να εκληφθεί ως εκζήτηση και αποτυπώνει τη στιγμή, με ακρίβεια ανατόμου, πότε με διάθεση χιουμοριστική και πότε με διάθεση σαρκαστική ή στοχαστική. Η θεματολογία του είναι πια ο έρωτας, ο θάνατος, η ανάγκη απαντοχής και διαφύλαξης της μοναδικότητας του εαυτού, η πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων, η προδοσία, η ζήλια των γυναικών, ο συγχρωτισμός με αδιάφορους ανθρώπους. Επιπλέον, συναντάμε συχνά ενθυμήσεις από τα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια, από τα χρόνια του στο δρόμο και από τις συναντήσεις του με διάφορους απίστευτους, μα κατά κάποιον τρόπο ενδιαφέροντες, ανθρώπους.
Η τρίτη περίοδος, που καλύπτει τα τελευταία χρόνια της ζωής του (μα όπως προαναφέρθηκε εκδοτικά τα χρόνια 1992–2009, συνυπολογίζοντας τις μεταθανάτιες εκδόσεις) είναι μια περίοδος έντονου στοχασμού, ακόμα πιο χαμηλόφωνη, με σταθερή, αν όχι εμμονική, θεματική το θάνατο. Ο ποιητής, που ταλαιπωρείται από διάφορα προβλήματα υγείας, ατενίζει το επερχόμενο τέλος, προσπαθεί να το απομυθοποιήσει, προσπαθεί να αντέξει, να μιλήσει για αυτό, να του αντισταθεί και εντέλει να το ξορκίσει μέσω της γραφής. Δεν είναι πάντα εύκολο. Τα περισσότερα ποιήματα αποτυπώνουν την έντονη μοναξιά του, την ανυποχώρητη δύναμή του μα συνάμα και τη συνειδητοποίηση πως για μια ζωή τόσο πλήρη, από χαρές, λύπες, πόνο και καλές στιγμές, ο θάνατος δεν είναι παρά το επόμενο βήμα, ένα επιστέγασμα, κάτι το οποίο υποδέχεται κανείς, γαληνεμένος, με κλεισμένα μάτια. Σαφώς, δεν περιορίζεται μονάχα εκεί: Πλέον, ο Μπουκόβσκι, έχοντας κατακτήσει μια αξιοζήλευτη φήμη και αρκετά χρήματα, ζει μια άνετη ζωή, με τη γυναίκα του, έχει επιτέλους ένα δικό του σπίτι, απολαμβάνει κάποιες ανέσεις, συναναστρέφεται μερικούς διάσημους ανθρώπους που σπεύδουν να τον επισκεφτούν και δίνουν τα πάντα για μια φωτογραφία ή μια συζήτηση μαζί του, ιδίως μετά την ταινία ‘‘Barfly’’, που προβλήθηκε το 1987 και, παρ’ όλο που δεν ήταν και τόσο επιτυχημένη, τον έκανε ακόμα γνωστότερο. Τα ποιήματά του, λοιπόν, αναφέρονται συχνά και σε αυτές του τις συναναστροφές, με σκωπτική διάθεση: αυτοσαρκαζόμενος αντιπαραθέτει την τωρινή ζωή του με εκείνα τα δύσκολα χρόνια που ζούσε νηστικός και δίχως κανένα δεδομένο και καμία άνεση, που όλοι τον απέρριπταν και κανείς δεν πίστευε στον ίδιο. Τέλος, αυτή την περίοδο αυξάνουν και τα ποιήματα που αποτελούν καταδύσεις στο παρελθόν: λίγο πριν το τέλος ο Μπουκόβσκι αναθυμάται χίλια δυο περιστατικά από το παρελθόν του, τα ξαναζωντανεύει και προσπαθεί να βρει σε αυτά μία καταφυγή, μία απάλυνση.
Θα έπρεπε, σε αυτό το σημείο, να κάνουμε και μια μικρή αναφορά στις περιβόητες συλλογές που εκδόθηκαν μετά θάνατον. Είναι αλήθεια πως, πεθαίνοντας, ο Μπουκόβσκι, άφησε πίσω του ένα τεράστιο έργο, σε φακέλους. Από αυτό το υλικό δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι άφησε ολοκληρωμένο και τι όχι, τι προόριζε για έκδοση και αν αυτή θα ήταν η τελική μορφή που ο ίδιος είχε στο μυαλό του. Από το 1996 ως το 2009 κυκλοφόρησαν συνολικά 11 ποιητικές συλλογές και μια ανθολογία. Σε μεγάλο βαθμό, τα ποιήματα που παρουσιάζονται εκεί είναι άνισα και πολλά φαντάζουν ημιτελή, απλά προσχέδια μιας ιδέας που θα έπρεπε να αναπτυχθεί περαιτέρω ή με ενδεχομένως διαφορετικό τρόπο. Υπάρχουν ποιήματα που αποτελούν παραλλαγές παλαιοτέρων ή μια πρωταρχική μορφή άλλων και ποιήματα απλούστερα στη δομή και στην έκφραση, που προφανώς χρειάζονταν περαιτέρω επεξεργασία. Μολαταύτα, ακόμα κι εδώ συναντάμε μερικά αρκετά δυνατά, που φανερώνουν πως ακόμα και στις δύσκολες στιγμές, ο Μπουκόβσκι δεν είχε χάσει το πνεύμα του και μπορούσε ακόμα να γράψει με το δικό του ανεπανάληπτο τρόπο.
Πηγές:
Bukowski, Charles, Sunlight here I am: Interviews and Encounters 1963 – 1993, Sun Dog Press, 1994.
Calonne, David Stephe, Charles Bukowski, Reaktion Books, 2012.
Miles, Barry, Charles Bukowski, Virgin Books, 2010.
Sounes, Howard, Charles Bukowski: Locked in the Arms of a Crazy Life, Canongate Books, 2010.
Cherkovski Neeli, Hank: The Life of Charles Bukowski, Random House, 1990
Συγγραφέας: Χρίστος Αγγελακόπουλος