• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
the word is a ghetto
Κάπα Κάπα Μοίρης | 04.03.2016 | 17:48
Zητάω από τον χασάπη μου οssobuco. Κατ΄εντολήν. Γελάει. Για πολλοστή φορά συνειδητοποιώ -όσο βλέπω το χασαπόπουλο να πριονίζει το κόκκαλο- πως είναι λιγότερο πολύπλοκο από το όνομά του, αν το πεις όμως «ποντίκι» χάνεται η μισή και παραπάνω μαγεία μιας παραγγελίας σε ένα κρεοπωλείο μιας μικρής επαρχιακής πόλης και όχι κοντά στην Piazza Borromeo ή στα στενά του Ναβίλι. Βλακείες σκέφτεσαι αν δεν πρόλαβες να πιείς καφέ.
 
Τρία κομμάτια φτάνουν;
 
Και περισσεύουν. Άλλωστε μεγάλες γαρίδες στα κάρβουνα ήθελα να φάω αύριο, μα μου είπε ότι είναι βαριά αντικοινωνικότητα να τρως γαρίδες στα κάρβουνα κυριακάτικα, τέτοιες εποχές. Σκέτα κάρβουνα;  ήθελα να τη ρωτήσω, μα μετάνιωσα. Πρόλαβε εκείνη να μου πει «το τραπέζι της Κυριακής θέλει κατσαρόλα, χύτρα, ταψί, γάστρα» αλλά μόνο τα μισά άκουσα, ήμουν ήδη στο δρόμο για το ασανσέρ για να τελειώσω με τα σαββατιάτικα ψώνια μιαν ώρα αρχύτερα.
 
Δεν είναι συναρπαστικά τα χασάπικα, πλέον. Από την ώρα δηλαδή που είδα το Delicatessen όλα μου φαίνονται βαρετά, μουντά, χλιαρά, μια κοψιά. Ακόμη και κάτι χάι-τεκ που είδα στην τηλεόραση, με χασάπηδες νέους, ωραίους και αξύριστους (που σίγουρα περάσαν casting γωνιών προσώπου και κοιλιακών) και κρέατα  βαλμένα τόσο ευλαβικά στα ψυγεία όπως αραδιάζει ο Cartier τα διαμάντια και τα χρυσά του πάνω στα βελούδα της βιτρίνας. Άμα είχαν χιούμορ θα παίζαν και «Meat is murder» στα ηχεία στο σάρκινο μουσείο τους αλλά έχουν γένια (και χτένια, μέσα στα ψυγεία, μα είναι  ακόμη πιο φτηνό χιούμορ αυτό), δεν είναι απαραίτητος κι ο σαρκασμός όταν φιλετάρεις μπούτια κοτόπουλων. Morrissey σε χασάπικο, έλεος μακελάρη μου.
 
Το «δικό μου» χασάπικο είναι ντεμοντέ. Δεν έχει όρθια ψυγεία βιτρίνες, τα χασαπόπουλα είναι δεν είναι ένα κι εξηνταπέντε στο μπόι, η κυρία χασάπη έχει συμπαθητικό πρόσωπο μα θα έκανε λαμπρή θητεία ως σφάγιο, ο χασάπης μου είναι καλό, χρυσό παιδί, νέο και πάντα χαμογελαστό, καμιά σχέση με τον Κλαπέ, αλλά με κοροϊδεύει όταν του ζητάω –κατ’ εντολήν– νουά και με πληγώνει. Ούτε μουσική έχει, ίσως κάποια στιγμή πιάνει το αυτί σου φευγαλέα κανέναν Παντελίδη, κανέναν Κότσιρα στο μικρό ραδιόφωνο που κρέμεται από ένα καθαρό τσιγκέλι που ολοκλήρωσε τη θητεία του ως κρεμάστρα σάρκας. Μια φορά, την ώρα που μου συσκεύαζε κοπανάκια, άκουσα και Δεληβοριά. Έντεχνο σε χασάπικο ρε πούστη μου, κανένας σεβασμός.
 
Πολλές φορές δίνω τη σειρά μου σε γηραιές σκεβρωμένες κυρίες. Όχι τόσο από ευγένεια, όσο από περιέργεια. Για να δω τι μπορεί, ακόμη, να αγοράσει μια πετσοκομμένη σύνταξη. Που μαζεύει, έστω μια Κυριακή το μήνα, παιδιά και εγγόνια για να τα φιλέψει, να κάνει ο,τι μπορεί για να αλαφρύνει μια στάλα τα βάρη των παιδιών. Ωραία λέξη το «φιλεύω». Και το «σύνταξη». Τέτοιος είμαι, βλέπω τις λέξεις να πνίγονται μπρος στα μάτια μου τραβώντας μαζί τους κι ανθρώπους στον πάτο και δίνω τη σειρά μου, «δεν πειράζει, τελειώστε εσείς, έχω κι άλλα να πάρω εγώ». Συνήθως παίρνουν χοιρινό, αυτό φτουράει για τις Κυριακές που μαζεύονται όλοι στα παπουδόσπιτα (αν ζει ο παππούς, εννιά φορές στις δέκα μόνο γιαγιάδες συναντώ στον χασάπη). Βάζεις στη σακκούλα δυο κιλά πανσέτες, βάζεις και δυο μπριζόλες, παίρνεις ρέστα από το εικοσάρικο, μετά έχει σειρά το μανάβικο κι ο μπακάλης, μπίρες απ΄τις φτηνές κι ένα πιο φτηνό ημίγλυκο, πνιγόμαστε που πνιγόμαστε ας μην είναι ξηρό το τέλος μας. Όταν βλέπω αυτά τα μικρά πορτοφολάκια να ανοίγουν και τα ζαρωμένα, σχεδόν διάφανα χέρια να μετράνε -τρομαγμένα, έτσι νομίζω-  ένα χαρτονόμισμα και λίγα κέρματα, φοβάμαι πως σαν ξανακλείσουν θα μείνω κι εγώ μέσα δίχως αέρα. Πείθω το βλέμμα μου να στραφεί αλλού. Στο συκώτι που ζυγίζεται τώρα. Ξαναπνίγομαι.
 
Το χασάπικο της γειτονιάς μου, νομίζω το ‘χω ξαναπεί, έχει και μια σειρά από κάρτες απλωμένες πάνω στο ψυγείο με τα σφαγμένα και τα αίματα. Τρομακτικές κάρτες με ονόματα, ιδιότητες, τίτλους και τηλέφωνα. Αγγλική φιλολογία, Φιλολογία ΑΠΘ, Οικονομολόγος, Παιδαγωγικό ΔΠΘ, κάποτε δεν έβλεπα «Δικηγόρος» αλλά πάνε πια οι ντροπές, όλοι αραδιασμένοι εκεί, νέα  -και όχι τόσο νέα- παιδιά απλωμένα κι αυτά στα τσιγκέλια. Μια ώρα μάθημα, μισό κιλό κρέας.
 
Δεν μπορείς να φανταστείς, μου λέει ο χασάπης μου. Πονάει το μέσα μου, δυο τρία έρχονται κάθε βδομάδα, «να αφήσω λίγες κάρτες;», σε λίγο πιο πολλές κάρτες από κρέατα θα έχω στο μαγαζί.
 
Μερικές φορές σκέφτομαι ότι θα πρέπει να κόψω αυτή τη συνήθεια. Καλύτερα να τηλεφωνώ να μου τα φέρνουν στο σπίτι. Γιατί όπως πάνε τα πράγματα δεν θ΄αργήσει η μέρα που το γκαπ του μπαλτά θα ακουστεί μέσα στο μυαλό μου, σ’ ο,τι απέμεινε απ’ αυτό,  διαλύοντάς το σε ένα εκατομμύριο κομμάτια και ποτέ δεν θα μπορέσω -είμαι και σιχασιάρης- να ξύνω ντουβάρια, πατώματα και ταβάνια για να ξαναφτιάξω το παζλ.
 
Τρία είπες; Ένα τετρακόσια είναι.
 
Δυο, φτάνουν. Ένα κιλό βγαίνουν; Κατ΄εντολήν.
 
Χαμογέλασε ο χασάπης μου, χαμογέλασα από ευγένεια κι εγώ, πήρα το δρόμο για  το μανάβη μετά. Εκεί που στα χωρισμένα τελάρα, τα «πλαϊνά», τα «κρυφά», τα «δεύτερα», γίνεται πάντα συνωστισμός τα Σάββατα. Ως και στα τελάρα γκέτο.
 
 
….
 
 
 
 
 
[ αναδημοσιεύεται από εδώ ]