• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Η μετακόμιση
Πάνος Θεοδωρίδης | 16.06.2017 | 18:29
Σήμερα μετακόμισε η γειτόνισσά μου, εννοώ την κυρία που νοίκιαζε το τριάρι ρετιρέ κάτω από το δώμα όπου κατοικώ.  Το είχα καταλάβει, μήνες τώρα, καθώς σωρεύονταν απλήρωτοι λογαρισμοί στο κομοδινάκι δεξιά από το ασανσέρ, πολλοί λογαριασμοί στο όνομά της,παρέα με άλλους, ανθρώπων που κάποτε κατοίκησαν εδώ και τώρα εξαφανίστηκαν η αφανίστηκαν.
 
Της κατέβαζα το ενοίκιο άπαξ του μηνός τακτικά και το περίμενε στην θύρα της μαζί με την απόδειξη.
 
Ήταν ένα είδος Αννίτας Εκμπεργκ στα νιάτα της, υπό κλίμακα ένα προς 4, βέβαια. Αδήλου ηλικίας, ανκαι με τον τρόπο που μιλούσε για την Έλσα Λάμπο και τον Τραμπαρίφα ως ζώντα σωφέρη, καταλάβαινα πως  είχε ιδεί τον Καραμανλή με λευκή κοστουμιά να ανηφορίζει στην Κατοχή την Πανεπιστημίου και είχε αρχίσει να ανησυχεί για τη σιλουέτα της όταν εγώ ήμουν δίβουλος ανάμεσα στο Κλασικό και στο Πρακτικό Λύκειο.
 
Χίλιες μέρες πέρασαν και κάθε μήνα μια ψιλοσυζήτηση περί ασθενειών, αρθριτικών και τι θα γίνει με την Κρίση.
 
Τα μάτια της ,βοώπιδος κυρίας ,σταθερά προσηλωμένα και έντονα, τόσο πως είμαι βέβαιος πως ήξερε από ποιά πεζοδρόμια με μάζευαν λιάρδα και πόσο με είχε μαγέψει η παχιά σαπουνάδα του χαμαμτζή κάποτε στην Αδριανούπολη, όταν γύρευα καλές σκούπες και χάζευα τα έργα του Μουράτ.
 
Στο δρόμο την έβλεπα σπανίως. Ζούσε προφανώς από το ενοίκιο που της έδινα. Φοβόταν τους κλέφτες και τους γιούφτους.
 
Μιά φορά μόνον, ενώ ακούστηκε ένα επώνυμο τυχαία, ανδρός ακμαίου, κοινού γνωστού, άφησε να της ξεφύγει ένα «αχ κύριε Πάνο, να ξέρατε τι γλέντια κάναμε τότε» και αναδύθηκε το τοπίο μιας παραλίας του Κορινθιακού που οι σπάνιες κούρσες είχαν ανακαλύψει.
 
Έφυγε λάθρα και οι προσταγές της στο συνεργείο μετακόμισης είχαν όλη τη δρόσο μιας επιβλητικής αφέντρας ,τιτίζας, που την είχε γονατίσει ο Καιρός.
 
Καιρός δεν είναι ο Χρόνος. Είναι η Ευκαιρία.
 
Κατέβηκα τυχαία και πέρασα από τον πλησιέστερο κάδο. Αρκετά πραματάκια της εκεί, παρατημένα.
 
Ένα ψυγειάκι κομιλφό πρόγονος των σημερινών, ένα κραγιόν πομπέ βαθύ τυρκουάζ με χρυσέκτυπα καρρεδάκια, δόξα της σεβεντίλας, με τις τακούνες και τα μίνι-μάξι, πριν έβγουν οι καμπάνες οι ρεζίλικες.
 
Στην κορφή μια πράσινη βαλίτζα ατομική, με πάνινο καφετί ρέλι, για τις δραπετεύσεις του Σαββατοκύριακου όποτε προέκυπταν σκοτεινές χαρές.
 
Και ,βυθισμένο σε σακούλες με φίρμες που δεν υπάρχουν πιά, ένα μπουκαλάκι σαν αυτά που είχε η μάνα μου για να παίρνει χύμα από τον Ανθομελίδη την κολώνια της. Φουζέρ, άμα περίσσευαν λεφτά, «εβραίικη»αν έλειπαν.
 
Και πάντα έλεγε πως ανυπομονούσε, πολλά χρόνια πριν το σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα τα ξημερώσει Σάββατο, για να την φωνάξει η γειτόνισσα να της ανάψει την γκαζιέρα επειδή δεν έκαναν το παραμικρό μέρα Σαββάτο.
 
Και της έδινε ένα τάλιρο, που το ξόδευε, η λίξουρη, για πέντε πλάκες τετράγωνες πικρή σοκολάτα.Ζητούσε πάντα όλα τα γράμματα που ήταν έκτυπα στις πλάκες «Φ-Λ-Ο-Κ-Α». Και τις έτρωγε με τη σειρά.
 
Γύρισα από τη βόλτα μου φαρμακωμένος, να περιμένω την βροχή.