• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Dead poet's walk
Πάνος Θεοδωρίδης | 20.03.2017 | 20:53
“Μια φορά τον χρόνο, οι άνθρωποι, ακολουθώντας τον μηχανισμό που διαθέτει ο ΟΗΕ, χάνουν την μάσκα του αποφασιστικού ,του γελοίου ή του συνηθισμένου όντος.
 
Τα ματόκλαδά τους λάμπουν.Σηκώνουν να φρύδια ώσπου να γίνουν τοξωτά. Γλαρώνουν το μάτι, με τρόπο τσακίρικο ή ρομαντικό, οπότε αν τους έβλεπε ανατολιτης πρόγονος, θα τους απέδιδε το επίθετο του γκιόραλη. Τα χείλη τους αποκτούν ηδυπαθές τρέμουλο, τα μέλη τους ατονούν.
 
Είναι πλέον έτοιμοι για να δεχτούν μια δόση ποίησης στον τόπο και στον χρόνο τους. Είναι πρόθυμοι να δεχτούν ίσαμε τέσσερα δράμια Μαλλαρμέ, να γοητευτούν από ασήμαντα ρητά ενδεδυμένα απίστευτα γοητευτική στιχουργική, είναι πανέτοιμοι να μπερδέψουν την δουλειά του στιχουργού, το λειτούργημα του καψουρευτή, τις ενατενίσεις των ρομαντικών Αγγλων και των στοχαστικών Γερμανών, τις απαγγελίες των Ελληνων παλαιών ποιητών που διασώζονται, να θυμηθούν στίχους αυτοκτονημένων και τέως υπαλλήλων του δημοσίου που το είδαν δημιουργοί.
 
Είναι έτοιμοι, προπονημένοι και σε φόρμα για την παγκόσμια Ημέρα ποίησης.
 
Θα το πούνε το ποίημα κρατώντας ένα λουλούδι, θα μιλήσουν για τα παιδιά που είναι αθώα, θα ρωτήσουν γιατί δεν υπάρχει παγκόσμια ειρήνη, θα σιχτιρίσουν τους εμπόρους του πολέμου,(γιέ μου), θα νοσταλγήσουν τότε που ζούσαμε, τότε που το νάιλον ήταν μόδα και το ντιντιτί το μόνον της ζωής εντομοκτόνο, θα κλάψουν για τα νιάτα που δεν πρόλαβαν να ζήσουν.
 
 Ακόμη και οι προσευχές προς το Θείον θα είναι έμμετρες.
 
 Και (το τραγικότερο) θα συσπειρωθούν. Οι ποιητές με τους ποετάστρους, οι στιχάκηδες με τους μπεμπελάκηδες, οι μικρομέγαλοι με τις κυρίες με τας καμελίας, οι άφρονες και οι δειλοί.
 
Θα διαβάζουν ποιήματα σε εκδηλώσεις. Και παντού , υποχρεωτικά, όπου υπάρχει μουσική, θα είναι μπαλάντα, θα είναι με κιθάρα ή άρπα, θα άδει κάποιος ξελιγωμένος από ευαισθησία.
 
 Δεν υπάρχει ποίηση στο χάρντ ρόκ, δεν υπάρχει ποίηση με τουμπελέκι, μήτε Τυρταίος σε αυτό το spleen. Κανένας δεν θα χτυπάει ρυθμικά παλαμάκια, κανένας δεν θα θυμηθεί ποιήματα που μιλάνε για πόλεμο, ήρωες, ταψιά με μπακλκαβάδες, κρεμαγιέρες και σκουληκαντέρες.
 
 Κανένας στίχος δεν θα περιέχει μπινελίκι. Η ημέρα της Ποίησης, είναι αυστηρά στραμμένη στον επίπεδο άνθρωπο, που βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάθλιψης. Όπως, κατά κοινή παραδοχή είναι όλοι οι ποιητές. Ανθρωποι ητοτπαθείς, μαλακοί, τρυφεράντζες και με το λούλουδο στο χέρι. Και με συμβολικούς πίνακες πάνω από τους στίχους τους. Πανανθρώπινοι.
 
Μετά, έρχεται η 22α Μαρτίου και κάθε κατεργάρης θα επιστρέψει στον πάγκο του στην γαλέρα, για να γοητεύεται έως την άλλη 21η Μαρτίου με το νταπαντούπα των κουπιών και την γάτα με τις εννιά ουρές του ναύκληρου.Ωραίος στίχος μπορεί να γίνει αυτό…”
 
Και μόνο που κατέφυγα σε ένα κείμενο γραμμένο  πριν από μια πλειάδα ετών, κάποια μαύρη Παρασκευή, σταλμένο στην εφημερίδα,για να κυκλοφορήσει κυριακάτικα, παρέα με ένα του Σαββάτου που ασχολούνταν με το κοινωνικό θέμα «η πράσινη πατάτα», δείχνει την στερεομετρική άποψη που κράτησα αρραγώς στη μισή ζωή μου..
 
Σήμερα, θα ερμήνευα το δήθεν καταγγελτικό κειμενάκι διαφορετικά. Διότι δεν μου πταίει μήτε η ποίησις, μήτε η άρπα, άσε που όποτε ψώνιζα Γκίνες, για την άρπα την ψώνιζα. Μου πταίει που και μόνη η παρουσία μου στην επέτειο, είναι παράκαιρη, εγκληματική ωσάν πράξη παραζυγιστή. Διότι έχω καταλάβει πως όταν η μπογια περνάει, όταν ελάχιστοι μεγαλύτεροι μου είναι ζωντανοί, όταν αποφεύγω να κυκλοφορώ, κι όταν αναγκάζομαι να το πράξω, είναι κατάρα να  φερμάρεις στίχους που όταν τους έπλαθες , σκόπευαν και στόχευαν άλλες υποτροφίες, άλλες μυρωδιές, όλες ελπιδοφόρες και τουλάχιστον επίκαιρες.Διότι από το ρίγος του εσωτερικού διακόσμου, όποτε διέθετα κι από αυτό το μαλακιστήρι, μου είχε διαφύγει το έρμα του Χρόνου. Διότι ό,τι κι αν ειπώθηκε, ειπώθηκε στον χρόνο του.
 
Ποιητής χωρίς ποίημα, στρατηγός χωρίς στρατό, είμαι πλέον καταδικασμένος να τρέχω πίσω από το κοινό του πεζού λόγου,γνωρίζοντας την τεχνική,κυνικός και γαλήνιος.Κι όταν, παραθυρίζοντας στον υπολογιστή, του κόσμου τα πεζογραφήματα,η γραμματοσειρά  δείχνει στην οθόνη ότι απογειώνεται, ότι θρυμματίζεται, ότι αποκτά το ήθος της ποίησης, πρέπει να θυμάμαι ότι πρόκειται στην ουσία γιά μαλλιά που συνεχίζουν να μεγαλώνουν μέσα στο φέρετρο ενός νεκρού, γιά έναν αντικατοπτρισμό στην έρημο, γιά μιά υπεροψία και μέθη.
 
Διότι ο ποιητής «δένει στα μαλλιά του ένα ματσάκι δύσβατα ρήματα,κρεμάει από τον σβέρκο του παλαιούς τεθλασμένους στίχους, πλένει τα μέλη του με μάγμα από την ύφυγρη ρηματική ψάμμο, περιζώνεται την γραμματική, θέτει την πιό σπουδαία του κατάκτηση, τον πρώτο στίχο της ημέρας ,ως πετράδι πάνω στον αφαλό του. Και μετά, βγαίνει έξω, στο αεράκι και εκβάλλει ήχους.Περιμένει οι ήχοι να μετατραπούν σε Λόγο. Γιά να βοηθήσει την τελετουργία, ασκείται ώστε οι ήχοι του να είναι ρυθμικοί, να έχουν αναστροφές, να τροχαϊζουν και να εκφέρονται αναπαιστικώς, αλλά εάν δεν κατεβείς από την μετοικεσία των νεφών,οι ήχοι παραμένουν ήχοι και ακόμη ένα αδόκιμο στιχούργημα μπαίνει στη γραμματολογία των καιρών. Φύλαρχος ή σμίνθωψ ή ποιητής. Δεν υπάρχει άλλη συνέχεια».