• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Οι λέξεις στα χρόνια της φιφτίλας
Πάνος Θεοδωρίδης | 12.03.2017 | 22:13
 
Αλισίβα.
Νερό που βράζει με στάχτες από τζάκι ή ξυλόσομπα. Λαμπρύνει τα ασπρόρουχα και λούζει τις γιαβουκλούδες με πολλά κατάμαυρα λιπαρά μαλλιά.Βελτιώνει τα μελομακάρονα.
 
Ασβέστης.
Εκτός απο οικοδομικά έργα, ρίχνουν στον πολτό συκαλάκι και παρόμοια φρούτα, προετοιμάζοντας το σχετικο γλυκό.
 
Γαλατάς.
Καθημερινός επισκέπτης, που μοίραζε το γάλα σε κατσαρολάκια σε κάθε νοικοκυρά και τονε πληρώνανε με την εβδομάδα ή αναλόγως.Έβαζε τον ένα μηρό να στηρίζει το δίωτο τενεκεδένιο δοχείο. Εμείς ζηλεύαμε που στην Μικρή Λουλού οι αμερικάνοι γαλατάδες,το  έφερναν με αυτοκινητάκι και άλλαζαν μπουκάλες που άφηναν στην εξώπορτα.Προηγουμένως ένας μικρος με ποδήλατο πετούσε την εφημερίδα. Αλλα εμεις δεν είχαμε.
 
Γιαούρτη.
Ο γιαουρτάς είχε στο μαγαζί μια  μεγάλη τσανάκα και έκοβε καθέτως τμήμα του πολτού μαζί με το ανάλογο καϊμάκι και μετά ,σαν με σπάτουλά, έβαζε την δέουσα ποσότητα σε κουπάκι συνήθως μισοκάρικο. Μετά, βγήκαν τα κουπάκια, αγελαδινό ή πρόβειο και τα έλεγαν όλα αυτά «γιαουρτάκια». Ήταν του κλαυθμού, διότι τότε θέριζε το έλκος και η πιό συνήθης δίαιτα ήταν «ένα γιαουρτάκι το βράδι και πολύ είναι».
 
Γυψοσανίδα.
Σχετικά σπάνιο είδος στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όταν οι γυψάδες ήταν για κορνίζες και ροζέτες και διακοσμηση σινεμάδων και ναών. Ο θείος μου ηταν γυψάς, μαζί με τα δίδυμα πρωτοξάδελφά μου και συχνά πήγαινα στο μαγαζί τους στην Καμβουνίων και έβλεπα τι τραβάνε.Είχανε και συνεχή παραγωγή από «μετάλλια» Μεγαλέξανδρου και Φιλίππου για σχολεία και υπηρεσίας,αμή και μίνι προτομές του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
 
Ζυγούρι.
Κρέας λαστιχωτό και ζόρικο, που δεν το εκτιμούσαν και οι πιό εύποροι δεν το καταδέχονταν.
 
Θηλειά.
Ατύχημα γυναικών διαφόρων ηλικιών στην νάιλον κάλτσα τους, το έλεγαν και «μου έφυγε πόντος». Το διόρθωναν από το παράθυρο του σπιτιού τους που έβλεπε σε δρόμο, κορίτσια και μεγαλύτερες που είχαν ανάγκη, με ένα ξύλινο αυγό και ένα τσιγγελάκι. Αργότερα μπήκαν και σε μαγαζιά με ταμπέλες.
 
Καλτσάκια.
Ένδειξη παρθενίας, ή  αυστηρών γονιών ή τήρησης κανονισμών στο γυμνάσιο και στο λύκειο. Η πρώτη φορά με νάιλον κάλτσες ήταν μεγάλη υπόθεση και ένδειξη τόλμης ή δημόσιας αναφοράς έρωτος.
 
Καναζίνα.
Ένα κίτρινο σαν βούτυρο και σαν φυτίνη υλικό με το οποίο έτριβαν τα παλιά σανίδια κυρίως και η μυρωδιά της πάστρας ήταν έντονη.Ήθελε σκληρή μπατανόβουρτσα. Ώς τα χρόνια του μουσαμά.
 
Καπλαμάς.
Λεπτή φλίδα ευγενούς ξύλου που το κολλούσαν και το διαμόρφωναν σε μεγάλα έπιπλα που έδιναν την εντύπωση μασίφ.Σαν τον καπλαμά από ξύλο κερασιάς, τριανταφυλλιάς και καρυδιάς, το τελειότερο, δεν είχε.
 
Κοσάρα.
Η ηλικιωμένη κότα που την έδιναν δώρο ζωντανή, δεμένη από τα πόδια,χωρικοί σε συγγενείς της πόλης ή κατώτεροι υπάλληλοι σε προϊσταμένους.
 
Μουσαμάς.
Θαυματουργή επένδυση δαπέδων, ιδίως ξυλίνων που ήταν χάλια. Σε μεγάλα ρολά, χρωματιστά ή δήθεν ξύλινα, ενίοτε ανάγλυφα, που τα έκοβαν επι μέτρω με ένα κυφό κοψίδι μάρκας Στάνλει. Αργότερα νίκησε η μοκέτα κι ακόμη αργότερα το λεπτότατο ξύλινο, που μετέπεσε σε ένα είδος χαρτί.
 
Νοβοπάν.
Η πιό διαδεδομένη μοριοσανίδα, από λίγα χιλιοστά, έως και 12 χιλιοστά αλλά και παχύτερη. Χωρουσε και κόλλημα καπλαμά. Αργότερα βγήκαν μελαμίνες και άλλα αγαθά της τεχνολογίας.
 
Ξυλοτέξ.
Καρτόνι, απο τη μια πλευρά λείο που βάφονταν κι απο την άλλη τραχύ. Με έναν ξύλινο σκελετό, έτσι γινόταν οι περισσότερες παράγκες.
 
Όσπρια.
Πάντα σε τσουβάλια. Εκτός τα ξερά φασόλια, όλα τα άλλα ήθελαν χύσιμο σε ταψί και αετίσιο μάτι για να βγαίνουν τα πετραδάκια.
 
Παγωτά.
Αρχικα, μικρού μεγέθους, ωσάν μπισκοτολούκουμο. Μετά βγήκε το χωνάκι και τα λεγόμενα ξυλάκια, η κρέμα και η σοκολάτα. Το Κυπελλο μεγάλωσε σχετικά αργά. Μέσα της δεκαετίας του πενήντα, βγήκαν και του εμπορίου μία δραχμή το σκέτο  ξυλάκι και μιάμιση η τσικουλάτα, δύο το κύπελλο.
 
Ραμποτέ.
Σανιδάκι που μορσάριζε με το διπλανό του, κατώτερο μόνον του «ψαροκόκκαλου». Αργότερα, με το μέτρο, χτίστηκαν πολυάριθμα τοιχάκια και κουβούκλια, αμη και ταβάνια, που έως τότε τα έφτιαχναν με τσίτες και πέταγαν ασβέστη.
 
Σοβάδες, πεσμένοι.
Καλοφάγωτοι όταν υπήρχαν κότες στην αυλή, αλλά και μωράκια που αρκούδιζαν και έτρωγαν αφειδώς τα πετραδάκια, μάλλον βλέποντας τις κότες.
 
Σπουργίτια.
Στην πολύ αρχή, κατά τον πόλεμο της Κορέας, τα κατέβαζαν με σαΐτες, τα ξεπουπούλιζαν και τα έβαζαν σε βέργα και τα έψηναν όπως όπως και όλοι παίρναμε μερίδιο.
 
Τυρί.
Το χειρότερό μας ήταν το βαρελίσιο ή το πιπεράτο, το παχύ από κτηνοτρόφο. Το καλύτερό μας ήταν αυτό της Σαλονίκης που έπαιρνε ο πολύς κόσμος και «μύριζε» πως είχε φτιαχτεί με γάλα σκόνη.
 
Χοιρινό.
Το πιο σπάνιο κρέας που το φοβότανε επειδή κολλούσες μιαν αρρώστεια και το αρσενικό ήταν σκληρό και μύριζε. Αργησαν πολύ τα χοιροτροφεία και βγήκαν μετά την μίνι φούστα και τους Ρόλινγκ στόουνς.
 
Φορμάικα.
Σαν τη φορμάικα δεν είχε. Ηταν λεία και με χρώματα και πλενονταν εύκολα.
 
Ψωμί.
Του χωριού που έκανε η θεία μου η Άννα, το έλεγαν «πλαστό», ήταν τουλάχιστον μιάμιση οκά το τεμάχιο και ξίνιζε. Των Γιαννιτσών, πρώτα του Αχτσόγλου στον Αη Γιώργη που λεγόταν «Η Τρωάς» και μετά του Ράπτη δίπλα στο θείο μου στον Χαζνέ, ήταν αρχικά τριών ειδών. Το μαύρο πιτυρούχο, νόστιμο ζεστό και μετά δύσκολα το κατάπινες και το άσπρο που ήταν φραντζολα πλασμένη με το χέρι και της αρεσκείας μου. Μετά κυριάρχησε άλλο χάσικο ,το λεγόμενο της φόρμας, που γυάλιζε. Η οκά είχε από 2,5 έως 5 δραχμές. Στη Σαλονίκη υπήρχε κυρίως το χάσικο της φόρμας, εξαίσιο αυθημερόν, που κοκκάλωνε αργότερα, αλλα ήταν σαλονικιό και το θαυμάζαμε. Σε κάθε περίπτωση, πέσαμε οι περισσότεροι στο ημίλευκο που ομως άργησε και επικράτησε λίγο πριν βγει ο Γέρος στην πρώτη κυβέρνηση και μου ρίξει μια ματιά η όμορφη Γκοργκοντζόλα (δεν την έλεγαν έτσι).