• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Μουσχουντής και Τσιτσάνης
Ο μαύρος γείτονας
Πάνος Θεοδωρίδης | 18.01.2015 | 06:25
1
Ο Τσιτσάνης,  κοσμαγάπητος συνθέτης και οργανωτής του λαϊκού τραγουδιού, έγραψε εκατοντάδες τραγούδια, και (σε αντίθεση με πολλούς συναδέλφους του) μίλησε για τα πιό δημοφιλή.
 
Τον θαύμασαν και τον υποστήριξαν, πολλοί δημοσιογράφοι και διανοούμενοι, ενώ πέρασε στη λογοτεχνία με το θαυμάσιο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Ουζερί Τσιτσάνης».
 
Σήμερα, «Τα Νέα» ,τιμώντας τα 31 χρόνια από τον θάνατό του, κυκλοφόρησαν ένα χρήσιμο τευχίδιο όπου ο Δημήτρης Μανιάτης, συγκέντρωσε χαρακτηριστικές του συνεντεύξεις και μιά λίστα με τα τραγούδια του.
 
Δεν έχω διαβάσει ακόμη το πρόσφατο βιβλίο του Γιώργου Λιάνη  , με τίτλο «Αιώνιος καλπασμός»,και η καθυστέρηση δεν οφείλεται μόνον στην αφραγκία. Με ενόχλησε ελαφρά ο υπερθετικός τόνος των προαναγγελιών του Γιώργου και η αναγραφή ενός  κεφάλαιου όπου Καβάφης και Τσιτσάνης εμφανίζονται ως ομοτράπεζοι στων Ιδεών την Σκαλέτα.
 
Το διαδίκτυο το έχω οργώσει συστηματικά γιά τον σημαντικόν αυτόν συνθέτη επί δέκα χρόνια και συλλέγω υλικό ,μήπως και ζήσω άλλα είκοσι χρόνια για να δώ τυπωμένο ένα βιβλίο με προσωρινό τίτλο «κατά των τσιτσάνων»,όπου ασχολούμαι με την γένεση και εξάπλωση της λατρείας των οπαδών του έργου του.
 
Μια λατρεία που έφτασε, από τις εκρήξεις του Τσαρούχη και την γοητεία που άσκησε στους δημιουργούς της δεκαετίας του πενήντα σε ένα πολιτικό βάθρο παράδοξα στέρεο, που έγινε καθεστωτικό στην πρώτη πρωθυπουργία του Ανδρέα Παπανδρέου.
 
Βέβαια, έζησα εξαιρετικά χρόνια μαγεμένος από την τέχνη του μαέστρου και το σύστημα των ενορχηστρώσεών του, μαζί με την μεταπολεμική νοσταλγία, ενισχυμένη από πλήθος επαινετικών σχολίων για πολλά τραγούδια του.
2
Ήξερα από βιώματα ,διαβάσματα και αυτοψίες σε αστικές λεπτομέρειες που έχουν διαφύγει της καφφενειακής αναστήλωσης ότι ο μεσοπόλεμος και η Κατοχή,  γονείς της σημερινής χλεμπουριάς, για να γίνουν κατανοητοί και να αλληλοσυγχωρεθουμε, απαιτούν να χρησιμοποιούμε την συνειρμική εργαλειοθήκη μας.
 
Λάβετε λοιπόν ,σήμερα, τρεις παρατηρήσεις, άσχετες με την συμβολή του Τσιτσάνη στο τραγούδι, αλλά χαρακτηριστικές του «λαογραφικού» τρόπου που αντιμετωπίζεται από πολλούς.
 
Οι αλληλογρονθοκοπούμενες εκδοχές: μόνον μετά τον εμφύλιο, η ζωή και το έργο του Τσιτσάνη αποκτούν σκελετό. Η εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη μεταφέρεται από το 1940 στο 1942 και παλίνδρομα, γιά να περιοριστώ σε ένα δείγμα.
 
Η έμπνευση για τα δημοφιλέστερα τραγούδια του, περνάει από διεκδικητές και επιμέρους συντελεστές, δικαστήρια και αποτίμηση εταιρειών, όπως η «Συννεφιασμένη Κυριακή».
 
Και η τάση είναι να θεωρούνται οι διαμαρτυρόμενοι , παράσιτα που προσδοκούν χυδαίο κέρδος, ενώ πολλές ειδήσεις εμφανίζονται σε άσχετες και μη διαδεδομένες πηγές.
 
Η σχέση με τον Μουσχουντή: ο αστυνομικός ντερβέναγας της Θεσσαλονίκης επί είκοσι χρόνια, θαυμαστής και συλλέκτης του ρεμπέτικου, έφτασε να χαρακτηριστεί «άγιος των ρεμπέτηδων».
 
Μέσα στον ζόφο της Κατοχής, εμφανίζεται συχνά ως άτυπος ατζέντης των μουσικών που δούλευαν στην πόλη, στέλνοντάς τους σε μαγαζιά και στέκια, χωρις ποτέ να ερευνηθεί η πέραν της ανυπόκριτης λατρείας ενός θαυμαστή, συνδυαστική των προθέσεών του ικανότατου αστυνομικού, να ξέρει επίσης τι μαγειρεύεται ,τι πίνεται και τι εισροφάται στα κέντρα αυτά.
 
Διδακτική ,επ΄αυτού ,η μαρτυρία του Φράγκου.
 
Παρωνυχίδα:  ο Μουσχουντής παντρεύει τον Τσιτσάνη στον Άγιο Ελευθέριο Ντεπώ, ανάντη του λόχου τηλεγραφητών, τον Ιούλιο του 1942. Τον ίδιο Ιούλιο που διαπράχτηκε, το Μαύρο Σάββατο εναντίον των Εβραίων στην πλατεία Ελευθερίας.
 
Ο μαύρος γείτονας: Το «Ουζερί Τσιτσάνης», Παύλου Μελά 22, ανοίγει συνεταιρικά άνοιξη του 1942 και ο ίδιος κατοικεί σε υπόγειο του κτηρίου Μοσκώφ, απέναντι, στο νούμερο 21.
 
Ο Τσιτσάνης δεν τραγουδάει μόνον στο μαγαζί του, αλλά σχεδόν στο σύνολο των καταστημάτων της showbiz της εποχής, ακόμη και σε πανηγύρια στην Χαλκιδική και αλλού, ακόμη και στο μαγαζί του διαβόητου Κερκύρα ,του γερμανόφιλου τραμπούκου, στο Βαρδάρι.
 
Τα Κούτσουρα του Δαλαμάγκα είναι δυό λεπτά δρόμος από το Ουζερί του,και στην Τσιμισκή βρίσκονται πολυάριθμες γερμανικές υπηρεσίες ,αλλά και οι αλληλομισούμενοι συνεργάτες των Γερμανών, που καλύπτουν το κέντρο της πόλης.
 
Το νούμερο 22, απέχει από το 32, γωνία Γρηγορίου Παλαμά,πέντε φάτσες ακινήτων. Άντε εξήντα μέτρα.
 
Από τον Σεπτέμβριο του 1942 , δυο μήνες από τον γάμο του Τσιτσάνη, στο 32 μετακομίζει ένας μαύρος γείτονας. Είναι ο Γεώργιος Πούλος, παλιά βενιζελικός αξιωματικός, από το απόθεμα των φιλοναζιστών και φασιστών που διέθετε το όψιμο κόμμα φιλελευθέρων, που παλεύει να κερδίσει, όπως πάμπολλοι , την εύνοια των Γερμανών ,επιχειρώντας να αναπτύξει ένα πολιτικό κόμμα.
 
Με μια μικρή αρχικά, ιδιωτική πολιτοφυλακή, οι Γερμανοί του παραχωρούν κατοικία- γραφείο-στρατηγείο στο νούμερο 32. Θα περάσει από φθινόπωρο σε φθινόπωρο, εκεί, κατασκευάζοντας πολεμίστρες και ενισχύοντας τις υποδομές του γραφείου του, και μάλιστα στέλνει τον λογαριασμό της ανακαίνισης στον Δήμο Θεσσαλονίκης.
 
Εκεί ,στρατολογεί «μαχητές» και οπαδούς.
 
Με τον καιρό, που θα ολοκληρωθεί σταδιακά έως την άνοιξη του 1944, η Παύλου Μελά γίνεται η μαύρη τρύπα της αρπαγής «υπόπτων», με συλλήψεις, απαγωγές και συμπλοκές ανάμεσα στους φιλοναζιστές.
 
Μετράω: η ομάδα Πούλου ,που φρουρεί το οχυρωμένο του Στρατηγείο. Το απόσπασμα Δάγκουλα που από τα ανατολικά της πόλης, αποκτά υποκατάστημα στην Πολωνίας. Ο Βήχος και άλλοι ,ων ουκ έστιν αριθμός. Τα κλασικά γερμανικά περίπολα ( ο Τσιτσάνης μνημονεύει την παρουσία τους και πως γλύτωσε από ένα). Η ελληνική χωροφυλακή που διενεργεί συλλήψεις στον ίδιο δρόμο και στέλνει κόσμο στο στρατόπεδο Παύλου Μελά, κάνοντας συχνές υπηρεσιακές αναφορές για το όργιο των πράξεων του Δάγκουλα και άλλων.
 
Είναι και η αστική αφήγηση για τον Μουσχουντή που πιάνει κόσμο και τον φέρνει μπροστά στο Ουζερί, βγάζοντας έξω τον Τσιτσάνη και ρωτώντας τους κρατουμένους άν ξέρουν τον άνθρωπο ή όχι. (Αν τον ξέρουν, τους αφήνει ελεύθερους).
 
Αφήνω την διάδοση για τον Μπίνη που ήταν αριστερός και κατέφυγε στον Τσιτσάνη, που τότε δούλευε στον Κερκύρα, να τον γλυτώσει.
 
Καθώς η αντίσταση θέριευε στη Μακεδονία, ο Πούλος εκτίμησε πως πολλά περισσότερα μπορούσε να προσφέρει στην επαρχία και εγκαταστάθηκε από το τέλος του 1943 στη Κρύα Βρύση, αλλά κράτησε το στρατηγείο του για στρατολόγηση.
 
Στην Παύλου Μελά, το πιστολίδι ήρθε να προστεθεί στις αυθαίρετες συλλήψεις. Εσωτερικά έγγραφα των ελληνικών αρχών στην Κατοχή πολλά διδάσκουν.
 
Όταν αργότερα, η κατοχική Ελληνική Πολιτεία, στέλνει τον Παπαγεωργίου ως διοικητή των Ελλήνων ενόπλων που άκουγαν διαταγές, η έκθεσή του είναι καταπέλτης για τον Πούλο,και τους επίλοιπους  γερμανοντυμένους.
 
Στην ουσία, όλοι αγωνίζονται να εξυπηρετήσουν τις αρχές κατοχής και μερικοί βλέπουν και σε βάθος χρόνου, όπως ο επιθεωρητής Νομαρχιών Χρυσοχόου που κρατάει και επαφή με τους Συμμάχους.
 
Ωστόσο  ο Πούλος γίνεται υπουργός της Γερμανόδουλης ελληνικής κυβέρνησης Κουτσονίκου και φυγαδεύεται στη Γερμανία μαζί της.
 
Καταλαβαίνετε ποιοι ήσαν οι δυνητικοί πελάτες του Τσιτσάνη.
 
Πάντως , όχι Εαμίτες και Ελασίτες που θα διακινδύνευαν να γουστάρουν απέναντι από τους  τρελαμένους και τις  μιλίτσιες του.
 
Εξάλλου, το δηλώνει και ο ίδιος: μαυραγορίτες, έμποροι και συνεργάτες, αλλά και αρκετοί ηθοποιοί που έπαιζαν στη Θεσσαλονίκη,όπως ο Σταυρίδης και πολλοί άλλοι, συχνά με αμοιβή αυγά και ζαρζαβατικά.
 
Σε άλλες παραγράφους των πηγών, μεταγενέστερα, μνημονεύονται και αντιστασιακοί. Αυτό το αποκλείω γιά το «Ουζερί Τσιτσάνης,αλλά δεν αποκλείεται, στις συνοικίες όπου εμφανίζονταν, να υπήρξαν και τολμητίες που τον άκουγαν.
.
Η άνω πόλη βέβαια δεν ζούσε αυτά τα πνιγηρά με τον ίδιο φόβο. Αλλά όταν λέμε άνω πόλη, μη βάζουμε και το Γεντή Κουλέ στον λογαριασμό.
 
Οι αναφορές γιά τραγούδια του Τσιτσάνη για το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και την αντίσταση, στα Τρίκαλα αλλά και άλλα, που έγραψε και ελάχιστοι τα μαρτυρούν, είναι βέβαια αληθείς, αλλά το πότε , αφήστε με να το ψάχνω.
3
Η μόνη αιτία κι αφορμή γι΄αυτό το λογοτεχνικό κείμενο (από το οποίο λείπει κάθε επιστημονική παραμπομπή, καθώς είναι μια έκκληση προς ερευνητές να ασχοληθούν) είναι η ακριβής διεύθυνση των δραστηριοτήτων του Πούλου,και η γειτνίασή του με το «Ουζερί Τσιτσάνης»: πέντε οικοδομές μακριά.
 
Ως κατακλείδα, ένας δημιουργός υπερβαίνει τις ασαφείς πλευρές του βίου του, με τη δύναμη του έργου του και την διαχρονική του ένταση. Αυτό έπραξε ο Βασίλης Τσιτσάνης και το έργο του φτάνει και περισσεύει γι΄αυτό. 
 
Νομίζω πως αυτό ισχύει για όλους τους δημιουργούς και είναι καλό να λείπει από τον κατάλογο των κατά συνθήκην αγίων ,κάθε άνθρωπος των γραμμάτων και των τεχνών.
Δείτε επίσης:
ff0fe8cbc553a8760586cccdda00cc55.jpg