• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
So far away from here
Πάνος Θεοδωρίδης | 21.10.2014 | 07:13
Μιά μέρα στην Μεγάλη Βρεττανία, στις απαρχές της Θάτσερ, ακούστηκε πως η πίντα της μπίτερ έηλ (ένα είδος συστημική μονάδας επιβίωσης για τον πότη, urbi et orbi) θα τσιμπούσε ίσαμε δυό πένες ολάκερες-ήταν ήδη κοντά στις 30.
 
Το αντίστοιχο στην Ελλάδα της εποχής θα ήταν να διπλασιαστούν τα ενοίκια.
 
Οι φυλλάδες με τα πρωτοποριακά ξώβυζα της τρίτης σελίδας έρριξαν τα πρωτοσέλιδα της δεκαετίας. Το γενικό στυλ ήταν «μας κανατε και χάσαμε κοτζάμ αυτοκρατορία, τώρα μας καταδικάζετε σε υδρωπικία».
 
Με την ευκαιρία, αναγγέλθηκαν μερικές απεργίες από συνδικάτα που δεν έπαιζαν μεγάλο ρόλο στην έξαψη των καιρών, κυρίως φύλακες, κλητήρες και άλλα επαγγέλματα κοινωνικής υποστήριξης.
 
Οι καρβουνιάρηδες ήταν ήδη ενδεδυμένοι τον φαιό χιτώνα της ήττας αλλά δεν νομίζω πως οι πολίτες των μικρών πόλεων μακριά απο κοιτάσματα είχαν δει ανθρακωρύχο.
 
Απεναντίας, όταν άκουσαν πως οι σταθεροί ωσάν οδόσημα κλητήρες με τα ιδιότυπα καπέλα και τα ημίπαλτα θα απεργούσαν απο βδομάδα, ένα ρίγος διέτρεξε τα άρθρα των τοπικών εφημερίδων.
 
Έφτασε η πίσημος ημέρα και μερικοί ξωτικοί μεταπτυχιακοί, ο νοτιοαφρικανός, ο νιγηριανός, ο γιαπωνέζος και ο  ελληνάκιας φτάνουμε στη σχολή και κανένας θυρωρός δεν άγγιξε το γείσο του καπέλου του σε κλασικο χαιρετισμό.
 
Απεναντίας, έξω από την πύλη ήταν τέσσερις κλητήρες και φύλακες που κρατούσαν ένα χαρτόνι εκ περιτροπής που έγραφε on strike.
 
Μέσα στην σχολή, οι ιθαγενείς έτρεμαν. Κυριολεκτικά.
 
«Τους είδατε,τους είδατε;» ξεφώνιζε ο Γκόρντον υστερικά.
 
Υπέθεσα πως δεν ξεμέθυσε απο την χτεσινή μπιροποσία στις παμπ του Μίκλγκαίητ, που τιμήσαμε δεόντως επειδή οι πίντες ήταν ακόμη καρφωμένες στις 29 πένες.
 
Αλλά αυτός εννοούσε τους απεργούς.
 
Οι κοπέλες απο άλλα τμήματα, μαζεμένες στην καφετερία που ήταν άδεια απο φλυτζάνια και εκείνα τα δισκάκια με τα γλυκά της άγλυκης κρέμας (ποιός θα τολμούσε να τα φέρει απο την κουζίνα;) είχαν κλείσει την πασπαρτού θύρα με την ράχη μιάς καρέκλας και μιλούσαμε απο το τζάμι με νοήματα.
 
Κι εκεί, η γενικη έννοια ήταν «δε φοβάστε τώρα που οι ρέμπελοι θα σας τρυπήσουν με τα δικράνια;»
 
Μπήκαμε στην αίθουσα σεμιναρίων και ο καθηγητής κοίταζε κάθε τρεις και μία με τρόπο την αυλή, μη γεμίσει απεργούς.
 
Μετά κανένα δίωρο, κοίταξε, είδε κάτι και είπε «Τα λέμε αύριο, χαίρετε» και εξαφανίστηκε.
 
Κραυγές ακούγονταν απο την αυλή.
 
Οι τέσσερις απεργοί είχαν μπουκάρει σε μιά αυλή ενός ελισσαβετιανού υποστατικού, διαστάσεων δύο στρεμμάτων, βηματίζοντας με ένταση.
 
Απο τα παράθυρα άκουγες τσιρίδες.
 
Περιφρούρηση απο καμιά πενηνταριά θατσερικούς φοιτητές  έκλεινε με τα σώματά της τις τρείς εξόδους.
 
«Δεν θέλω να ξέρω τι θα απογίνουμε» έκλαιγε ο Γκόρντον.
 
Οι απεργοί έκαναν τον γύρο της αυλής, απειλητικοί και ταχείς.
 
Μετά, έκαναν μεταβολή,πετώντας το on strike στην έξοδο και δεν τους ξαναείδαμε στη διάρκεια της ημέρας.
 
«Συμπαραστέκομαι στους απεργούς και πάω να πιώ κάτι απέναντι», λέω στα ξενάκια. «Ξέρετε το παιχνίδι εικοσιένα;»
 
Δεν το ήξεραν και αγοράσαμε ένα πορτό, πήγαμε σπίτι μου και έμαθαν σε δέκα λεπτά τα πάντα.
 
Θα ήθελα να βγάλω κάτι θερμά αγωνιστικό από εκείνο το πρωινό, αλλά όποτε δοκίμασα να το φορτώσω με πάθος και πολιτικά συνθήματα, έβγαινε από το μυαλό μου μιά χαλκογραφία του Καρόλου Ντίκενς και με μούτζωνε επιβλητικά.