• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Η ώρα είναι δώδεκα το μεσημέρι ακριβώς
Ωρολογία κατά Βωδελαίρον
Έλση Σαράτση | 27.03.2017 | 12:39
Les Chinois voient l’heure dans l’œil des chats.
 
Οι Κινέζοι βλέπουν την ώρα στα μάτια των γάτων.
 
Un jour un missionnaire, se promenant dans la banlieue de Nankin, s’aperçut qu’il avait oublié sa montre, et demanda à un petit garçon quelle heure il était.
 
Κάποτε ένας ιεραπόστολος περιδιαβάζοντας στα προάστια του Νανκίν, και βλέποντας πως είχε λησμονήσει να πάρει μαζί του τ’ ωρολόγι του, ρώτησε την ώρα σ’ ένα μικρό αγόρι.
 
Le gamin du céleste Empire hésita d’abord ; puis, se ravisant, il répondit : « Je vais vous le dire. » Peu d’instants après, il reparut, tenant dans ses bras un fort gros chat, et le regardant, comme on dit, dans le blanc des yeux il affirma sans hésiter : « Il n’est pas encore tout à fait midi. » Ce qui était vrai.
 
Το χαμίνι της Ουράνιας Αυτοκρατορίας δίστασε στην αρχή· μα έπειτα, μετανιωμένο, απάντησε: «Τρέχω να σας την πω». Σε δυο λεπτά ξαναφάνηκε κρατώντας στην αγκαλιά του έναν πελώριο γάτο, και κοιτώντας τον, που λέει ο λόγος, στο ασπράδι των ματιών, είπε με βεβαιότητα χωρίς να διστάσει: «Λίγο ακόμα και θα’ ναι  δώδεκα το μεσημέρι ακριβώς». Και πράγματι ήταν έτσι ακριβώς.  
 
Pour moi, si je me penche vers la belle Féline, la si bien nommée, qui est à la fois l’honneur de son sexe, l’orgueil de mon cœur et le parfum de mon esprit, que ce soit la nuit, que ce soit le jour, dans la pleine lumière ou dans l’ombre opaque, au fond de ses yeux adorables je vois toujours l’heure distinctement, toujours la même, une heure vaste, solennelle, grande comme l’espace, sans division de minutes ni de secondes, – une heure immobile qui n’est pas marquée sur les horloges, et cependant légère comme un soupir, rapide comme un coup d’œil.
 
Όσο για μένα, σαν γέρνω πάνω στη Λυγερή μου, με τ’ όνομα το τόσο ταιριαστό, που είναι μαζί η τιμή του φύλου της, η περηφάνια της καρδιάς μου και η ευωδιά του πνεύματός μου, είτε τη νύχτα, είτε τη μέρα, στο άπλετο φως ή στον ίσκιο τον παχύ, βλέπω στο βάθος των λατρευτών ματιών της την ώρα πάντα καθαρά, πάντα την ίδια, μια ώρα απέραντη, πανηγυρική, μεγάλη σαν το διάστημα, χωρίς διαίρεση λεπτών μήτε δευτερολέπτων, ꟷ μια ώρα ασάλευτη που δεν τη δείχνουν τα ρολόγια, και όμως ανάλαφρη σαν αναστεναγμός, γρήγορη σαν ματιά.
 
Et si quelque importun venait me déranger pendant que mon regard repose sur ce délicieux cadran, si quelque génie malhonnête et intolérant, quelque démon du contre-temps venait me dire : « Que regardes-tu là avec tant de soin ? Que cherches-tu dans les yeux de cet être ? Y vois-tu l’heure, mortel prodigue et fainéant ? » Je répondrais sans hésiter : « Oui, je vois l’heure ; il est l’éternité ! »[…]
 
Κι αν τύχει κάποιος φορτικός να με διακόψει, όσο η ματιά μου αναπαύεται πάνω σε τούτο το θεσπέσιο καντράν, αν κάποιο μισαλλόδοξο στοιχειό και άτιμο, κάποιος δαίμονας κακόχρονος φανεί για  να μου πει: « Μα τί κοιτάς εκεί με τέτοια προσοχή; Τι ψάχνεις μες στα μάτια αυτής της ύπαρξης; Μπας και την ώρα βλέπεις μέσα εκεί, ω αργή και άσωτη, θνητή ψυχή;» Θα απαντούσα αυθωρεί και αναιδώς: «Ναι, την ώρα βλέπω· είναι Αιωνιότητα ακριβώς»
 
[N’ est pas, madame, que voici un madrigal vraiment méritoire, et aussi emphatique, que vous-même ? En vérité, j’ai eu tant de plaisir à broder cette prétentieuse  galanterie, que je vous demanderai rien en échange.] *
 
 
[Δεν βρίσκετε, κυρία μου, πως τούτο εδώ το μαδριγάλι είναι αντάξιό σας, και στην έμφασή του ομόλογό σας; Στ’ αλήθεια, τόση ηδονή αισθάνθηκα καθώς κεντούσα αυτήν τη φαντασμένη φιλοφρόνηση, που τίποτα δεν θα σας ζητήσω σαν αντάλλαγμα.]*
 
 
Baudelaire, L’ Horloge, Le Spleen de Paris (1869), XVI
 
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
 
Αυτή η βωδελαιρική ωρολογία μεταφράζεται
Εν ώρα ώρας αλλαγής
Καθώς ήδη στο σπίτι αυτό
Χτυπούν και δε χτυπούν ωρολόγια διαφορετικά οχτώ.
Τουλάχιστον τα φανερά.
Τα αφανή, αμέτρητα.
Κάθε δωμάτιο και ρολόι στη δική του ώρα.
Κρεβατοκάμαρα ώρα ενδεκάτη βραδινή
Ώστε όποτε κανείς εκεί βρεθεί
Να δύναται χωρίς πολλά πολλά γιατί
Να κοιμηθεί.
Κουζίνα ώρα δευτέρα μεταμεσημβρινή.
Ώστε εκεί ανέτως να δειπνούμε όποτε κι αν βρεθούμε.
Γραφείο-δωμάτιο κεντρικό όπου συνήθως ζούμε
Κι εργαζόμαστε, ρολόγια τρία, άγρυπνα και αλλοπρόσαλλα
Αναλόγως διαθέσεων, διαυγείας και υποθέσεων.
Μπαλκόνια δύο και μικρά
Με τη δική τους ώρα που ορίζεται
Από παράγοντες εξωγενείς
Μα καθοριστικούς
Όπως ο καιρός τα μετέωρα και η εποχή,
Και προπαντός το φως
Που αδυσώπητα προελαύνει ή υποχωρεί.
Καθώς δε οι τοίχοι του σπιτιού αυτού
Ιστορικά έχουν αναδεχτεί υπηρεσία βιβλιοθηκονομική
Εκεί επικρατεί η ώρα η πιο φευγαλέα αληθινή
Μία κλεψύδρα που κλέβει το νερό του χρόνου
Μέχρι την άπιαστη στιγμή τής του απ’ αιώνος μυστηρίου φανερώσεως
Όταν το έβδομο αγγελούδι
Με μια δόξα, ένα εφτάχρωμο φεγγίον
Να περιζώνει την αγγελινή του κεφαλή
Με το ’να πόδι ν’ ακουμπά στη θάλασσα
Τ’ άλλο στη γη
Μέσα σε φωτεινή νεφέλη κατεβεί
Κράζοντας όσα θα παραμείνουν άγραφα παντοτινά
Κρατώντας βιβλαρίδιο ανοιχτό με όλα τα γραφτά
Και ομόσει με στεντόρεια φωνή
Πως  χρόνος ουκ έσται πλέον.
 
 
Εν πάση περιπτώσει ας προστεθούν τινά πραγματολογικά (κυρίως αντλημένα από την έκδοση Απάντων του Μποντλέρ από τους Ι.-Ζ. Λε Νταντέκ και Κλ. Πισουά, στη Βιβλιοθήκη της Πλειάδας):
 
Προτού συνεκδοθεί στη συγκεντρωτική έκδοση της Μελαγχολίας του Παρισιού (Le Spleen de Paris, 1869), το «μικρό πεζό ποίημα» Τ’ Ωρολόγι είχε δημοσιευτεί τρείς φορές (1857, 1861, στην αρμοδίως τιτλοφορημένη Φαντεζίστικη Επιθεώρηση, 1862). Το 1929, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Κολούμπια  Γουστάβος Λ. Βαν Ρόοσμπρουκ εντόπισε την πηγή του: το 1854 είχε κυκλοφορήσει  το διάσημο έργο του Πατρός Ικ , Η κινέζικη Αυτοκρατορία. Εκεί μπορεί να διαβάσει κανείς την παρακάτω ανεκδοτολογία:
 
«Μια μέρα που πήγαμε να επισκεφτούμε κάποιες οικογένειες χριστιανών καλλιεργητών, συναντήσαμε κοντά σε ένα αγρόκτημα, έναν νεαρό Κινέζο που έβοσκε ένα βουβάλι, δίπλα σ’ ένα μονοπάτι. Τον ρωτήσαμε προσπερνώντας και για να πιάσουμε κουβέντα, αν δεν πλησίαζε κιόλας μεσημέρι. Το παιδί σήκωσε το κεφάλι του και καθώς ο ήλιος κρυβόταν πίσω από πυκνά σύννεφα, δεν μπόρεσε να διαβάσει εκεί καμιάν απάντηση. ꟷ «Δεν είναι καθαρός ο ουρανός, είπε, Μα για σταθείτε μια στιγμή…» Πάνω σ’ αυτό, ορμάει προς το αγρόκτημα κι επιστρέφει σε λίγα λεπτά κρατώντας υπό μάλης έναν γάτο. «Να, δείτε, κοιτάξτε, λέει, δεν πήγε ακόμα μεσημέρι…» και λέγοντας αυτό έδειχνε το μάτι του γάτου κρατώντας με τα δυο του χέρια τα βλέφαρα του γάτου ανοιχτά…ꟷ «Ναι, βέβαια, είπαμε στο παιδί, δεν πήγε ακόμα μεσημέρι, ευχαριστούμε…» Αυτοί [οι νεοφώτιστοι] μας υπέδειξαν πως η κόρη του ματιού του γάτου στένευε όσο πλησίαζε το μεσημέρι· μέχρι που το καταμεσήμερο γινόταν σαν τρίχα, σαν μια εξαιρετικά λεπτή γραμμή, χαραγμένη κάθετα στο μάτι· από το απόγευμα άρχιζε να διαστέλλεται…».
 
Στην πρώτη έκδοση του «Ωρολογιού», το 1857, ο αναγνώστης παραπεμπόταν στην εξής σημείωση: « Αν υποθέσουμε πως έχει κανείς τέλεια μνήμη, ή έστω πολύ ασκημένη, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε πώς είναι δυνατόν να μαντέψουμε την ώρα μέσα στο μάτι ενός ζώου που η κόρη του ματιού του είναι πολύ ευαίσθητη στο φως».
 
Αξίζει να σημειωθεί ακόμα πως η αράδα « Όσο για μένα, σαν γέρνω πάνω στη Λυγερή μου, με τ’ όνομα το τόσο ταιριαστό» (Pour moi, si je me penche vers la belle Féline, la si bien nommée – όπου την ωραία αιλουροειδή Φελίνα αντικατέστησα αναλογικά και ίσως όχι τόσο αντιπροσωπευτικά με την Λυγερή), πέρασε από δυο προηγούμενες εκδοχές όπου ο Μποντλέρ έπαιρνε στην αγκαλιά του, τον «καλό, τον αγαπημένο, τον υπέροχο γάτο» του προτού καταλήξει στην τελική μορφή του θηλυκού αιλουροειδούς που δεν είναι πλάσμα φανταστικό μα κρύβεται σ’ αυτό η μούσα του Ζαν Ντιβάλ ενώ το όνομα είναι δάνειο από τον Σταντάλ ή μάλλον τον φίλο του φυσιοδίφη εξερευνητή Βίκτωρα Ζακμόν.
 
Η τελευταία παράγραφος με τον αστερίσκο είναι προσθήκη του 1862 που διατηρήθηκε και στην έκδοση του 1869.