• • •
• • •
Vera J. Frantzh | 06.07.2017
Panos Dodis | 05.07.2017
Georgia Drakaki | 05.07.2017
Nicolas Androulakis | 05.07.2017
Νικόλαος Γύζης, Ιδού ο Νυμφίος
They're bright in a hollow sky
Sraosha | 22.01.2017 | 23:50
 
Γη, ήλιος, πλανήτες
Είτε του γεωκεντρικού, είτε του ηλιοκεντρικού, ο Θεός μέχρι και την ανακάλυψη ότι ο Γαλαξίας είναι γεμάτος άστρα, ήτανε μικρός. Απερινόητος και ακατάληπτος και υπερβατικός ο Θεός, αλλά μικρός: Κάποιος που έχει μια Βασιλεία πέρα από τις σφαίρες και τις τροχιές, πίσω από ένα στερέωμα πραγματικό ή μεταφορικό.
 
Γαλαξίας
Ο Θεός μεγάλωσε όταν μάθαμε ότι ο Γαλαξίας είναι από αστέρια και μεγαλύνθηκε δυσθεώρητα στη σκέψη ότι μπορεί να είναι συνεπώς και γεμάτος ηλιακά συστήματα. Όμως και πάλι, ένας Θεός απερινόητος και ακατάληπτος κτλ. θα μπορούσε να έχει φτιάξει εκατομμύρια ηλιακά συστήματα ως το μαγευτικό ντεκόρ της δικής μας αποστολής και σωτηρίας.
 
Ανδρομέδα
Το σύμπαν, άρα και ο δημιουργός του, επεκτάθηκε ξανά κι απότομα όταν ήρθαμε σε επίγνωση του ότι το νεφέλωμα της Ανδρομέδας είναι γαλαξίας και αυτό, ότι υπάρχουνε πολλοί γαλαξίες, στους οποίους δεν θα φτάσουμε ποτέ. Επιστρατεύτηκε ένα κτίσις τις ετέρα του Αποστόλου Παύλου: ο Χριστός είναι για εμάς. Υπάρχουνε κι άλλοι Χριστοί; Πόσες υποστατικές ενώσεις έχουνε γίνει; Πρέπει εμείς να κηρύξουμε το Ευαγγέλιο σε πλάσματα που δεν ξέρουν από κρασί και ψωμί -- και μάλλον δεν σκαμπάζουν ούτε από σώμα κι αίμα; Το Βατικανό προσφάτως εκπόνησε σχέδια δράσης, όχι ιδιαιτέρως πειστικά.
 
Σμήνη
Ο Θεός μεγαλώνει κι άλλο, μεγαλύνεται και απομακρύνεται: υπάρχουνε σμήνη γαλαξιών. Έκτοτε οι κοσμολογικοί αριθμοί γίνονται διαρκώς αστρονομικότεροι των αστρονομικών: τα σμήνη σχηματίζουν υπερσμήνη (όπως η Λανιάκεα, το δικό μας), πολλά υπερσμηνη. Πλέον, το ίδιο το σύμπαν είναι ακατάληπτο και απερινόητο. Μπορούμε μεν να το συζητάμε και να το περιγράφουμε με όρους αριθμών που περιέχουν πάρα πολλά μηδενικά, ωστόσο η επίκληση των αριθμών αυτών δεν τους καθιστά λιγότερο εκτός ανθρώπινης κλίμακας. Παράλληλα, ο δημιουργός αυτού του χαώδους και αχανέστερου από αχανές Κόσμου δεν μπορεί να είναι ούτε ο ψυχαναγκαστικός μικρονομοθέτης του Σινά, ούτε το πρόσωπο Φωτός του Θαβώρ, ούτε ο αραβόφωνος φιλεύσπλαγχνος προστάτης της Μέκκας.
 
Η σπατάλη της πολυπλοκότητας
Παράλληλα, η βιολογία και η συν αυτή επιστήμες, φανερώνουν κάτι πραγματικά ανατρεπτικό. Δεν αναφέρομαι στην εξέλιξη: την εξέλιξη την πολεμούν μόνον ηλίθιοι. Αναφέρομαι στην τεκμηριωμένη αδιανόητη σπατάλη τόσης πολυπλοκότητας, τόσης ζωής. Η ζωή είναι σπάταλη, τρομακτικά σπάταλη. Είναι σπάταλη, αδιάφορη και ατσούμπαλη. Ακόμα και όταν φύγει κανείς από το επίπεδο των ήδη πολύπλοκων μικροοργανισμών, που έχουν κατακυριεύσει τη γη, ακόμα και αν δεν σκεφτεί κανείς ότι από δισεκατομμύρια σπέρματα και σπερματοζωάρια και ωάρια ένα ή κανένα θα αναπτυχθεί σε κάτι, δείτε πώς η φύση σπαταλάει εκατομμύρια χταπόδια, ζαρκάδια, γατάκια, παιδιά. Η φυσική επιλογή δεν είναι επιλογή, είναι μακελειό αδιανόητης κλίμακας. Όλα σπαταλιούνται, βότανα, ζώντα, ακόμα και τα έμφρονα. Δεν υπάρχει σχέδιο, δεν υπάρχει σοφία, δεν υπάρχει αρμονία -- υπάρχει μόνο μια δυναμικά και βάναυσα επιτυγχανόμενη ισορροπία, προϊόν άφθονων θανάτων.
 
Η απάντηση στο αίνιγμα είναι "άνθρωπος"
Απέναντι σε ένα απερινόητα πελώριο σύμπαν και τον απειρότερο και άρα όντως αδιανόητα τερατωδέστερο δημιουργό του, απέναντι σε μια φύση που ξοδεύει πολυπλοκότητα ασύστολα και, βεβαίως, ασυλλόγιστα, υπάρχει μόνον ο άνθρωπος. Για τον άνθρωπο τα πάντα μπορούν να είναι αφαιρέσεις και να αναχθούν σε γενικεύσεις, κάτι που προϋποτίθεται για να κατανοηθεί το σύμπαν και η ζωή, εκτός από τις ανθρώπινες σχέσεις: το παιδί που υποφέρει, ο γέροντας που θλίβεται, η μάνα που αγαλλιά, ο εραστής που ευφραίνεται, ο αποξενωμένος αδερφός, η φίλη που συνεορτάζει, ο συνάδερφος που συμπανηγυρίζει ή φθονεί, ο γείτονας που πέθανε.
 
Στεκόμαστε απέναντι σε ένα αχανές και εν πολλοίς άδειο σύμπαν και απέναντι σε μια σπάταλη και αδιάφορη ζωή. Είμαστε αμελητέες πολύτιμες στιγμές, ο ένας για τον άλλο.
 
 
Στην πραγματικότητα, η αντίθεση δεν βρίσκεται μεταξύ θρησκείας και επιστήμης ή μόρφωσης: οι μορφωμένοι που θρησκεύουν ανεξαιρέτως θα σπεύσουν να δηλώσουν ότι το αντικείμενο της πίστης τους, είτε είναι μονοθεϊστές είτε βουδιστές είτε ό,τι άλλο, βρίσκεται εκτός της σφαίρας του επιστητού. Υπάρχουν πάρα πολύ σοβαρές αντιρρήσεις για το κατά πόσον ένας τέτοιος διαχωρισμός μεταξύ του αντικειμένου της πίστης και αυτού της επιστήμης είναι εφικτός ή κατά πόσον έχει νόημα. Αλλά, επιμένω, δεν είναι αυτό το πρόβλημά μας.

Το πρόβλημά μας, φρονώ, έχει να κάνει με την πλάνη της θρησκευτικότητας.

Ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει αφοσιωθεί στο να οικοδομήσει την ιδέα αλλά και τη διάθεση ενός σύμπαντος που νοιάζεται για εμάς. Θέλουμε να πιστέψουμε ότι υπάρχει έλεος και παρηγοριά κάπου στον φυσικό κόσμο ή έξω από αυτόν, μακριά από τους άλλους ανθρώπους. Δεν έχει σημασία αν είναι το ίδιο το σύμπαν που συνωμοτεί ή αν ελεήμονες θεοί και δυνάμεις μέσα στο σύμπαν ή έξω από αυτό νοιάζονται για εμάς και μας προσέχουν. Σημασία έχει ότι πνευματικές δυνάμεις, ανθρώπινη δημιουργικότητα και ανθρωποαιώνες στοχασμού έχουν αφιερωθεί στην κατασκευή ενός σύμπαντος (ή θεών) που ενδιαφέρονται για τη μοίρα μας και που νοιάζονται για το ριζικό μας. Αυτό από μόνο του ίσως είναι στοιχείο της φύσης μας, με τη βιολογικότερη ερμηνεία του όρου, ίσως είναι κάτι αναπόδραστο.

Η πλάνη της θρησκευτικότητας συνίσταται στο ότι έχουμε αφοσιωθεί στο να επινοήσουμε θεούς που νοιάζονται για εμάς και μας προσέχουν εις βάρος της οικοδόμησης κοινωνιών που νοιάζονται για τα πιο αδύναμα μέλη τους ή και για όσους δεν ανήκουνε σε αυτές. Ψάχνουμε να σωθούμε από θεούς και να παρηγορηθούμε από αυτούς, ενώ -- δυστυχώς, ενδεχομένως -- η μόνη πηγή παρηγοριάς και το μόνο πρόθεμα πνευματικότητας είναι οι άλλοι άνθρωποι.

Πιο απλά: αντί να στρέψουμε τον πνευματικό πολιτισμό μας στην επινόηση (άρα και οικοδόμηση) κοινωνιών συναλληλίας και αλληλεγγύης, εδώ και αιώνες κάνουμε τέχνη και παράγουμε στοχασμό που θα μας ανακουφίζουν με την ιδέα της Θείας Πρόνοιας (και ας ζούμε συντριπτικές αναιρέσεις αυτής της ιδέας ξανά και ξανά και ξανά και ξανά) και που θα μας τάζουν ζωή μετά θάνατον. Στην πείνα αντιτάσσουμε θεούς που δεν θα επιστρέψουν να "ελαττωθούμε παντός αγαθού", στην αδικία καταριόμαστε και επικαλούμαστε τον κάθε αλάστορα, στον άκαιρο και σπαραχτικό θάνατο προσφεύγουμε σε είδωλα, εικονίσματα ή τους προγόνους μας μέσα σε δέντρα ή ανάμεσα στα άστρα.

Δείτε λ.χ. πώς αποτυπώνεται αυτή η μονομέρεια, συνέπεια της πλάνης της θρησκευτικότητας, στην ιστορία της τέχνης: αντί να δώσει διάθεση και λαχτάρα για συνοχή, δικαισούνη, συντροφικότητα και ανεκτικότητα, παράγει εικόνες μεταθανάτιας δόξας και αυταπάτες αποτελεσματικών προσευχών και θαυματουργών παρεμβάσεων· αντί να παράσχει παρηγοριά μέσα από τους ανθρώπους, αφού τίποτε άλλο δεν έχουμε, πασχίζει να κατασκευάσει ένα σύμπαν που θα σκεπάσει και θα παρηγορήσει εκείνο.
 
 
Το σύμπαν λοιπόν είναι αχανές. Το σύμπαν είναι στην απέραντη κενότητά του και στο αδιάφορο ψύχος του και στις αδιανόητες ακτινοβολίες και φωτιές του εχθρικό. Δεν υπάρχει τίποτα να επισκεφτείς και να σε καλωσορίσει. Σου λένε να εποικίσουμε έναν διπλανό κόσμο για όταν θα έχουμε καταστίψει αυτόν. Αλλά κι ο διπλανός κόσμος είναι απερινόητα μικρός κι ασήμαντος σαν τον δικό μας, που δεν είναι παρά μια κουκίδα θαλπωρής κι αναψυχής μέσα σε ένα αχανές τίποτα, μέσα στον χώρο που ορίζει νεκρή ύλη, ταξιδεύοντας στον χρόνο που έρχεται από το τίποτα και προοιωνίζει αφανισμό.

Είμαστε κολλημένοι πάνω σε έναν μικρό πλανήτη, πάνω σε κάποιους ανθρώπους, άλλους ανθρώπους σαν κι εμάς, που ισορροπούμε μεταξύ ενός αφιλόξενου κόσμου, αμελητέας κουκίδας, και του αφανισμού του. Αν δεν επιβιώσουμε, θα πεθάνουμε. Αν αλώσουμε τον κόσμο μας από σπατάλη και αφορσύνη, θα πεθάνουμε. Θα πεθάνουμε έτσι κι αλλιώς.

Στριμωγμένοι από θάνατο από τρεις μεριές, από την αφιλόξενη φύση για τους άοπλους μελαγχολικούς κι έμφρονες πιθήκους, από την καταστροφή της φύσης, από τον προσωπικό μας θάνατο, πίσω μας έχουμε τον ίλιγγο της γέννησης και τη λήθη των παιδικών μας χρόνων. Πιο πίσω από τη γέννησή μας, τίποτα.

Εδώ τρώμε, τσακωνόμαστε, αγχωνόμαστε, υποφέρουμε, μας σκοτώνουν και σκοτώνουμε. Γινόμαστε πρόσφυγες και γινόμαστε πτυχιούχοι, πενθούμε και γράφουμε βιβλία, τρώμε παγωτό ή πίνουμε μεσκάλ. Πηγαίνουμε σχολείο και βγαίνουμε από το νοσοκομείο. Παίρνουμε απόφαση εδώ ότι θα πεθάνουμε, αναρωτιόμαστε για το μέλλον και νοσταλγούμε το παρελθόν όταν το κλαίμε. Εδώ κάνουμε έρωτα και γαμιόμαστε, εδώ οργανωνόμαστε και απομονωνόμαστε, μαγειρεύουμε και πίνουμε και χτίζουμε και πονάμε. Προσκυνάμε, χαρτοπαίζουμε και ξερνάμε. Μπουχτίζουμε και μπαϊλντίζουμε και κρίνουμε και κορυβαντιούμε ή χαντακωνόμαστε. Εδώ πληρώνουμε κι αγοράζουμε και φοβόμαστε και ωρυόμαστε και γελάμε. Μετεωριζόμαστε στην καθαρή χαρά και μελαγχολούμε. Φοράμε αρώματα και τρώμε με την οικογένεια ή με τον εχθρό μας. Εδώ σε αυτόν τον πολύ μικρό κόκκο.

Τι θα πει δόξα; Δεν ξέρω. Διασημότητα θα πει; Θέλει ο Θεός να γίνει διάσημος; Γιατί λέει να τον δοξάζουμε; Να αναλάβει μόνος του την προώθηση του έργου Του και την καλό Του όνομα. Τι διάολο θα πει δόξα; Για εμάς τους ανθρώπους δόξα είναι να μας τιμούν, να μας περιφέρουνε συμβολικώς και συναισθηματικώς επί της ασπίδος, να μας λένε μπράβο κι εύγε. Αλλά αυτή η δόξα είναι κοντολήξιμη κι εύθρυπτη, το λένε και το ξαναλένε και όσοι την ήπιανε λαίμαργα και ξεδίψασαν και όσοι την ονειρεύτηκαν μάταια. Τι να την κάνεις τη δόξα, λένε. Ομόφωνα. Μάταιη είναι και πρόσκαιρη. Είπαμε: πάνω σε έναν μικρό εχθρικό κόσμο, εχθροί του κόσμου, περιχαρακωμένοι από θάνατο. Όλα στα νεκροταφεία τελειώνουν, ή πολύ χειρότερα.

Κι όμως το τέλος είναι για να απασχολεί τους νεκροθάφτες και τους κοσμολόγους. Εμείς εδώ είμαστε για τα υπόλοιπα, για τον λίγο χρόνο στον σμικρότατο πλανήτη του ασήμαντου άστρου σε ένα από τους αναρίθμητους γαλαξίες ενός υπερσμήνους από τα πολλά -- και ούτω καθεξής.

Και σκοπός μας είναι να δοξάσει ο ένας τον άλλο. Με όποιον τρόπο γίνεται κι όπως ο καθένας μπορεί. Δεν είναι μόνον ο έρωτας, πώς καβαλάμε ο ένας αχόρταγα τον άλλο και για ώρα μετά ή για χρόνια μετά δεν θέλουμε να ξεκολλήσουμε παρά να κουρνιάσουμε μέχρι να ξαναρχίσουμε -- αν και ομολογουμένως σε θέματα δόξας ο έρωτας είναι η βασιλική οδός. Δεν είναι μόνο η στενή και τιμημένη (κι όχι τεθλιμμένη) της αγάπης, που είναι σαν ζεστό ψωμί και κρύο νερό και κρασί που δεν μπορείς να γνωρίζεις ότι μπορεί να υπάρξει προτού το γευτείς. Δεν είναι καν κυρίως η δουλειά, η όποια ταπεινή δουλειά κάνουμε που μας δοξάζει αναπάντεχα μετά από τύρβη και μανούρα κι ανελέητους κόπους και μικροπροστριβές. Καλές και οι τέχνες και η ποίηση και οι επιστήμες και η γνώση και η κριτική και ο λόγος, αλλά ούτε εκεί περιορίζεται η δυνατότητα να δοξάσουμε τον άλλο.

Γινόμαστε ο ένας η δόξα του άλλου με τρόπους που δεν έχει κάτσει να μετρήσει κανείς και που ίσως δεν γνωρίζουμε προτού τους δούμε να υλοποιούνται και να αποθεώνουνε τον άλλο ή εμάς. Με τρόπους μικρούς κι ασήμαντους και, όπως λένε, με τρόπους μπανάλ: βλέμματα, δάχτυλα, λόγια, δώρα φτηνά κι ευτελή. Με τρόπους που δεν τους χωράει ανθρώπου νους. Με ό,τι ιλιγγιώδες υπάρχει ενδιάμεσα, έτσι όπως η ανθρώπινη εμπειρία διπλώνει ξανά και ξανά και συστρέφεται γύρω από τον εαυτό της σαν δύσκολη μα θαυμαστή γραφή, συστρέφεται και διπλώνει για να χωρέσει σε έναν κόκκο που περικλείεται από το τίποτε πριν τη γέννηση και από τρεις μεριές θάνατο, ελεύθερη εντός αν και πανταχόθεν περίκλειστη.

Και εδόξασα και πάλιν δοξάσω; Ε, άντε ντε: ο ένας τον άλλο, πολλοί για έναν, ένας για πολλούς (γιατί ο τα πάντα τοις πάσι δεν υπάρχει, δεν γίνονται έτσι αυτά). Όχι για πολλούς, και για λίγους: το άρρωστο παιδί ή τον ανήμπορο γονιό ή τον εύθραυστο φίλο ή την άτολμη γκόμενα και τον παραζαλισμένο γκόμενο, για τον γέρο που παραλογίζεται ή για γενιές ανθρώπων -- όταν οι λάμψεις είναι τέτοιες -- που χρωστάνε σε έναν Βάλενμπεργκ ή έναν Σίντλερ ή σε κάποιον άγνωστο που ξεθάβει παιδιά ζωντανά μέσα από ερείπια ή έσωσε και τρεις παραλίγο πνιγμένους.

Ο κόσμος είναι γεμάτος πεδία δόξης λαμπρά: κάθε άνθρωπος και πεδίο. Και εδόξασα και πάλιν δοξάσω.